ζευγιά (η)
εμπειρικό μέτρο επιφάνειας.
Ζευγιά, λοιπόν, είναι το χωράφι που μπορούσε να οργώσει ένα ζευγάρι σε μια μέρα. “Τρεις ζευγιές χωράφι, όλο κι όλο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ζευγιὰ /ἡ/ (ζεῦγος) = ἡ ἡμερησία ἐργασία, ἀρόσεως διὰ ζεύγους βοῶν ἥ ἄλλων ὑποζυγίων.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ζευγιά = καμωσιά ἡμερήσια δύο ζευγμένων ζώων μέ τόν ζευγολάτη.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής