ξεγίγκλωτος -η -ο
το ζώο που δεν έχει γίγκλες, ο άνθρωπος ο ασυγκράτητος, η γυναίκα η ξεδιάντροπη, η απολυμένη.
Δημ. τραγ. (λαϊκοσατυρικό): “Στου χωριού το πανηγύρι / το χορό ποιος θα τον σύρει; / … θα τον σύρουν οι νυφάδες / σαν ξεγίγκλωτες φοράδες”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεγίγκλωτος -η -ο (ἐκ-Λ. vinculum, Ἰ. ginghia) = χωρὶς γίγκλαν, ἀδέσμευτος, ἀδέξιος τὴν βάδισιν, ἄρρυθμος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ξεγίκλωτος = αὐτός πού βαδίζει ἀδέξια καί μοιάζει νά παραπατάει.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής