Όλες οι λέξεις στο Ξ
δείχνω επιθετικές διαθέσεις, χειρονομώ εναντίον κάποιου με πείσμα, απλώνω τα χέρια μου με ανήθικες διαθέσεις. “Εξάμωσε απάνω μου, το παλιόπαιδο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξαμώνω (ἐξ-ἀμύνω) = χειρονομῶ ἐπιθετικῶς, κάμνω ἀνευλαβῆ χειρονομίαν. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Ξαμόνω § ἐκτείνω τὸν βραχίονα (κυρ.) κατά τινος Π. . . . Περισσότερα
(ρ. ξαναγκρίζω) ξεσήκωμα
αναποδογυρίζω, ξεριζώνω, μπατέρνω. ΒΑΛ. Μνημ. σ. 211: “Ώργωνε ο Χάρος, ώργωνε τη γη που τον ετρέμει! / Όθε περάσει το γενί, ξαναγυρίζει δέντρα / ξεθεμελιώνει ριζιμιά και συνεπαίρνει κόσμους. / Κι εσύ βλαστάρι τρυφερό, στο δρόμο του τι θέλεις;” φράση: “Εξαναγύρ΄σε το σαμάρι απ΄ τ΄ άλογο κι έπεσε το σακί . . . Περισσότερα
αρρωσταίνω πάλι, γιατί δε φυλάχτηκα την πρώτη φορά. φράση: “εξανακύλησε ο νοικοκύρης. Δε φυλάχτηκε …”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Το λέμε σε περίπτωση που η αρρώστια υποτροπιάζει. Λέμε, για παράδειγμα, πως το παιδί, ενώ πήγαινε καλά, ξανακύλησε! Το ρήμα είναι ξανακυλώ και το ουσιαστικό ξανακύλισμα. Το . . . Περισσότερα
μικρό κλαδί
τρώγω ανόρεχτα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξαναμοσκεύομαι (ἐξ-ἀνὰ-Ἰ. moshio) = ἐπιλαμβάνομαι φαγητοῦ τινὸς μετ’ ἐνδοιασμοῦ καὶ ἀνορεξίας. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
μόνο στη φράση: “πού ξαναπέλεψες;”, δηλ. που βρέθηκες εδώ; Λέγεται κυρίως για τις κότες, όταν πάνε σε άλλη γειτονιά. Η λέξη σπανίζει. “Ετούτη η λαθύρω (όνομα κότας) ούτε που ξέρω πού ξαναπέλεψε”.
ξαναγεννήθηκε, ξανάνιωσε (ξανάβγαλε πουλιά)
Ξανασαίνω (ἐξ-ἄνεσις) = ἀνακουφίζομαι, ξεκουράζομαι, ἀναπνέω ἐλεύθερα.
τα βάσανα “Ξανάσασες του Γιάννη τ΄ Αρκουζή, που πούλησε το σπίτι του για μια μπουκιά ψωμί” (ειρωνικό)
Ξανάσασμα /τὸ/ (ἐξ-ἄνεσις) = ἀνακούφισις, ἄνεσις, ἀνεμπόδιστος ἀναπνοή, ἄνετος βίος.
«Κι ὁ δρόμος τὴ λαβωματιὰ μοῦ ξάναψε λιγάκι» (σελ. 162. Ἀθανάσιος Διάκος, ΑΣΜΑ ΤΡΙΤΟΝ) Τὸ ξανάφτω ἐπὶ ἐρεθισμοῦ καὶ φλογώσεως τῶν τραυμὰτων.
μτφ. σπαταλώ. Στη φράση “Κλωτσάει και θα σε ξανεμίσ΄” πιθανώς σημαίνει: θα σε ξεσκεπάσει, καθώς είναι ανήσυχη στον ύπνο θα σε εξαντλήσει ερωτικά.
Ξανθὸς § τὸ ἄλλως Μοτάρι καλούμενον (ὅπερ ἰδέ). Σημ. Ἐκ τοῦ ἐξανθέω. βλ. καί ξαντό (ή ξανθό)
ξεπληρώνω, ανταποδίδω Ευχή: “ο Θεός να στο ξαντμέψει το καλό που έκαμες”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξαντμείβω. Τρεις λέξεις σε μια: εξ – αντ(ι) -αμείβω, που θα πει απλά (στον μέλλοντα) θα σε ανταμείψω ή για το καλό που μου κάνεις θα σε αμείψει ο Θεός . . . Περισσότερα
λινό ύφασμα ως επίθημα σε πληγή, ψιλό κατεργασμένο λινάρι εν είδει γάζας, για πληγές. Σε γιατροσοφικό παλαιό βιβλίο συνταγών, διαβάζομε: ” … βάνω επάνω εις το κόκκαλον ολίγο ξαντό στεγνό και από πάνω του βάνω μακαρούνια (=κλωστές) από ξαντό μουσκεμένα εις το ασπράδι του αυγού”. ( Η λαϊκή Ιατρική στη . . . Περισσότερα
Ξαπ(ι)νομῆς (ἐξ ἐπινομῆς) = ἐξ εὐνοίας, πρὸς χάριν, ἐξ αἰτίας, ἐξ ὑπαιτιότητος.
ο νεκρός
Ξαποσταίνω (ἐξ-ἀπὸ-σθένω) = διακόπτω κοπιώδη πορείαν ἢ ἐργασίαν πρὸς ἀνακούφισιν, ἀνακουφίζομαι ἀπὸ κόπον, ξεκουράζομαι.
Ξαραχνιάζω: (εκ+αραχνιάζω) = αφαιρώ τις αράχνες ή τις ασφελαγγνιές (τους ιστούς της αράχνης).
εξαρτήματα του ανεμόμυλου. Ήταν συρματόσκοινα τα οποία έδεναν στους κουδούνους ως εξής: Το καθένα δενόταν πρώτα γερά στην κάτω άκρη της αντένας, έπειτα προχωρούσε και αφού τυλιγόταν στους κουδούνους συνέχιζε και δενόταν στην άκρη της αντίστοιχης αντένας. Το κάθε ξάρτι δηλ. έδενε δυο συνεχόμενες αντένες. Κι έτσι είχαμε 4 ξάρτια . . . Περισσότερα
Ξαστεριὰ (ἐξ-ἄστρον) = ἀστροφεγγής, αἴθριος, εὔδιος, ἀκηλίδωτος.
Ξαστερώνω (ἐξ-ἄστρον) = ἀστροφεγγίζω, αἰθριάζω, γαληνεύω.
ξεχνάω, λησμονώ. φράσεις: “ξαστόχησα τι μούπες.” – “το τετράδιό σου ξαστόχησα στο σπίτι μου”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξαστοχάω (ἐξ-ἀστοχέω -ῶ) = λησμονῶ. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
χρυσαφικά (ξαφκά)
γλιστράω βλ. ξαφούρδισμα
βλ. ξαφουρδίζω
βγάζω τον αφρό του φαγητού (π.χ. κρέατος) μόλις πάρει βράση και μαζί τις ακάθαρτες ουσίες που τυχόν έχει. μτφ. = ιδιοποιούμαι, κλεβω με επιτήδειο τρόπο. Π.χ. του ξάφρισε το πορτοφόλι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξαφρίζω (ἐξ-ἀφρὸς) = ἀφαιρῶ τὸν ἀφρόν, ὑπεξαιρῶ μέρος πράγματος, κλέπτω κατ’ ἐπιλογήν. . . . Περισσότερα
γλιστράω, ξεγλιστράω. φράση: “Εξαχούρδησα κι έπεσα μέσα στις λάσπες.” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξαχουρδάω (έκ-χορδὴ -εύω, χόνδρος -όω) = διολισθαίνω ὡς τὸ περιεχόμενον ἐντέρου, ἐκφεύγω ἐπὶ χόνδρων (βότσαλα), ξεγλιστρῶ. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Ξαχουρδάω = γλιστράω, ξαχούρδισα (γλύστρισα). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής . . . Περισσότερα
ξακρίζω, καθαρίζω, σκουπίζω το σπίτι στις γωνιές, βγάνω κάπνες, αράχνες κλπ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξαχρίζω (ἐξ-ἀχρεῖος, ἄχρι, ἄκρον;) = καθαρίζω τὰς γωνίας τῶν δωματίων, ἀπὸ ἀράχνες, κάπνες κ.τ.ὅ. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Ξαχρίζω = καθαρίζω τό κτῆμα ἀπ᾿ τά ζιζάνια, ἤ τό σπίτι ἀπό . . . Περισσότερα