ξεδιαλύνω
ξεκαθαρίζω, κανονίζω, διευθετώ: “έλα τώρα να ξεδιαλύνουμε τη διαφορά μας” – “Αυτά όλα πρέπει να τα ξεδιαλύνομε” – “‘Επρεπε από πριν να ξεδιαλύνουμε τις διαφορές μας”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεδιαλύνω (ἐκ-διαλύω) = ἀποκαθαίρω, διαυγάζω, ξεκαθαρίζω, διευθετῶ διένεξιν δι᾿ ἐξηγήσεων.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης