ξεγαναχτάω 17 Φεβ, 2017 Ξ 0 Σχόλια 0 Ξεγαναχτάω (ἐξ-ἀγανακτῶ) = καταπραΰνομαι, ἀνακουφίζομαι, ξεκουράζομαι.