Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξεβγάνω

  1. συνοδεύω, κατευοδώνω κάποιον, που πρόκειται να ταξιδέψει, ή κάποιον που φιλοξένησα σπίτι μου.
  2. ξεπλένω με καθαρό νερό τα ρούχα της μπουγάδας ή ρούχα απλώς σαπουνισμένα.
  3. παρασέρνω κάποιον στον κακό δρόμο, στην ανηθικότητα.

λέξεις: ξέβγαλμα, ξεβγαλμένος, -η.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ξεβγάνω (ἐκ-βάλω) = προπέμπω ἀναχωροῦντα, χειραφετῶ, προάγω εἰς ἀνηθικότητα, ἀποπλύνω ἱμάτια ἀπὸ τὴν σαπουνάδαν μὲ καθαρὸν ὕδωρ.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.