ξεζ΄γάζω
μισοβράζω τα χάβαρα ή τα μύδια. Οι νοικοκυρές τα ξέζγαζαν στο τηγάνι με νερό πριν τα βάλουν στην πινιάτα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεζ(υ)γάζω (ἐκ-ζεῦγος, Β. ζέχα, Ἀλ. ζέκ-γου) = μισοβράζω θαλάσσια δίθυρα (χιβάδια, μύδια κ.τ.ὃ.) διὰ ν᾿ ἀνοίξουν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης