ξεγοφιάζω -ομαι
πέφτω και χτυπώ τους γοφούς μου.
φράσεις: “Εγλίστρησα στο σαλίτζο και έπεσα και ξεγοφιάστηκα” – “Εσήκωνα κάτι μεγάλες πέτρες και ξεγοφιάστηκα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης