ξεγνοιάζω 04 Νοέ, 2017 Ξ 0 Σχόλια 0 Ξεγνοιάζω, οὐδ. § ἄφροντίς εἰμι. Σημ. Ὁ Βυζ. γράφει ξεννοιάζω (ἴδ. ἀξέγνοιαστος).