ξεζορκιάζω -ομαι
απογυμνώνω, γδύνω -ομαι τελείως, μένω ζόρκος
μτφ.: ντροπιάζω, (βλ. ξεβρακώνω)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεζορκιάζω (ἐκ-δορκάς, ζορκὰς) = ἀπογυμνῶ, γδύνω τελείως.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ξεζορκιάζω = ἀπογυμνώνω, ξεζορικάστηκε (ξεγυμνώθηκε).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής