ξεβεντριάζω 17 Φεβ, 2017 Ξ 0 Σχόλια 0 Ξεβεντριάζω (ἐκ-Ἰ. ventre) = ξεκοιλιάζω, ξεγοφιάζω, καθιστῶ ἀνάπηρον.