ξεβράκωτος -η -ο
αυτός που δεν έχει βρακί να φορέσει, δηλ. ο πάμφτωχος.
Οι παλιοί έλεγαν: “Είμαι φτωχός αλλά περήφανος, εγώ της έδωκα την προίκα της, όχι σα μερικούς που τι παντρεύουν ξεβράκωτες”.
φράσεις: “Την πήρε ξεβράκωτη” – “αυτός δα, ξεβρακώθηκε”, δηλ. αποκαλύφθηκε, φάνηκε η παλιανθρωπιά του
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεβράκωτος -η -ο (ἐκ-Ἰ. brache) = ἄνευ περισκελίδος ἢ σκελέας, γυμνός, πένης.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης