Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξεβράκωτος -η -ο

αυτός που δεν έχει βρακί να φορέσει, δηλ. ο πάμφτωχος.
Οι παλιοί έλεγαν: “Είμαι φτωχός αλλά περήφανος, εγώ της έδωκα την προίκα της, όχι σα μερικούς που τι παντρεύουν ξεβράκωτες”.
φράσεις: “Την πήρε ξεβράκωτη” – “αυτός δα, ξεβρακώθηκε”, δηλ. αποκαλύφθηκε, φάνηκε η παλιανθρωπιά του

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ξεβράκωτος -η -ο (ἐκ-Ἰ. brache) = ἄνευ περισκελίδος ἢ σκελέας, γυμνός, πένης.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.