Όλες οι λέξεις στο Ξ
λέγεται όταν η κότα αρχίζει να γεννάει αυγά. Λέμε: “εξεχάραξε η π΄λακίδα μας”. μτφ. = λαβαίνω μέρος αιφνιδίως στη συζήτηση. (αναχαράζω). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξεχαράζω (ἐκ-χαράσσω) = ἀρχίζω τὴν ὠοτοκίαν (ἐπὶ πουλερικῶν). Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ξεχάραξε, η κότα κι άρχισε να γεννάει . . . Περισσότερα
η τραχηλιά. Συχνά έφκιαναν και πουκάμισα γυναικεία, δίχως τραχηλιά. Σε προικ. του 1701, Νο 14 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “Ένα πουκάμισο γυναικείο δίχως ξεχειλιά, γραφτό“.
Ξεχ(ει)λιάζω (ἐκ-χλίω, -χλοάζω) = διάγω ἐν ἀνέσει, ἀναπαύομαι ἄφροντις, ἀποσπῶμαι τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν.
Για ρούχα που “χάνουν τη φόρμα τους” και κατ΄ επέκταση για το σώμα που αδυνατίζει.
Ξεχλυάζω, Μεσ. Λαμβάνω ἀναψυχήν, διαχέομαι, διασκεδάζω. Σημ. Ἐκ τοῦ ἐξ-ἀχλύς. Ὁ Αἰνιὰν γρ. ξεχλυαίνω (Ἀθην. σ. 80).
Ξέχλυασμα § ἀναψυχή, διάχυσις
βαθύ σκάψιμο
επικλινές επιστέγαστρο, στοά. Η ξεχυτή ήταν κάτι το συνηθισμένο στα παλιά λευκαδίτικα σπίτια. Η πρακτική σημασία της ξεχυτής είναι μεγάλη και για τη λειτουργικότητα του σπιτιού και για κάποια άνεση των ενοίκων. Σε αιτήσεις χωρικών προς τη Διοίκηση του νησιού για κατασκευή σπιτιών συναντάμε συχνά τη λέξη είτε αρνητικά είτε . . . Περισσότερα
σκάβω βαθιά το χωράφι μου, βγάνοντας πέτρες, ρίζες, κ.λπ. προκειμένου να φυτέψω νέο αμπέλι ή να κάμω άλλες ριζικές καλλιέργειες. ΒΑΛ. Αθ. Διάκ. Δ΄”Θ΄ απλώσω οργυά τα χέρια μου, τα πόδια να ριζώσω, / κι αν δε με ξεχωνιάσουνε, κι αν δε με κατακόψουν, / δε θα με διώξουν από . . . Περισσότερα
Ξέχωρα (ἐκ-χώρα) = χωριστά, παράμερα, ἀσχέτως. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ξέχωρα = ξεχωριστά αὐτό, τά σταφύλια βάλετε ξέχωρα (βάλετε ξεχωριστά). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
ο εργάτης που δε σιτίζεται από τον εργοδότη. φράση: “θα μου μαζέψεις τις ελιές και τα “έξοδα” (φαγητό κ.λπ.) θα έναι δικά σου”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξέψωμος -η -ο (ἐκ-ἔξω-ψωμὸς) = ἐργάτης ἰδιοσύσσιτος (χωρὶς φαγητὸν παρὰ τῷ ἐργοδότῃ). Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
ξηρολιθιά (ἡ): λίθινος τοῖχος χωρίς συνδετική ὕλη[1]. [1] ξηρός λίθος: ὁ ἄνευ πηλοῦ κτιζόμενος (Σουϊδας).
Για το πρώτο επικρατεί αβεβαιότητα. Πάντως η παροιμιακή έκφραση λίθος επί λίθου εις έκφρασιν πλήρους καταστροφής (Δημητράκος) έχει ληφθεί από την απάντηση του Ιησού προς τους μαθητές του, που εθαύμαζαν το με εκλεκτούς λίθους κτιριακό συγκρότημα του Ναού της Ιερουσαλήμ. Ταύτα α θεωρείτε, ελεύσονται ημέραι εν αις ουκ αφεθήσεται λίθος . . . Περισσότερα
ποικιλία μουριάς
παιδικό παιχνιδι που μοιάζει με το πανελλήνιο “το λουρί της μάνας”. Παιζόταν και σε πολλά χωριά και στη Χώρα. Συμμετέχουν αρκετά παιδιά. Το μεγαλύτερο πιαδί “βάζει κούκο” , δηλ. τα φυλάει. Κάθεται κάτω, έχοντας όμως το δικαίωμα να διαλέξει ένα άλλο παιδί, τη μάνα, που κάθεται σε μια απόσταση απο . . . Περισσότερα
το φυτό ροιά η κοινή Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη
Ξόανο § Μ. ἄνθρωπος ἄχαρις, εὐήθης. ΚΝ. Σημ. Λέξις ἀρχαία ἀλώβητος παρὰ Λευκαδίοις διασωθεῖσα, μόνον δὲ εἰς μεταφορὰν ἐκπεσοῦσα.
Ξόδι /τὸ/ (ἐξ-ὄδιον) = προπεμπτήριον μοιρολόγι τοῦ ἐκκομιζομένου νεκροῦ.
διαπανώ, ξοδεύω: “20 γεναρίου 1749, σε κολόνες και ματέρια και μαστόρους, οπού έβαλα και εδυνάμωσα το πάτομα, εξόδιασα λ. 43 – δια τον μπότζο ης την πιάτζαν σε τάβλες, καρφιά και μαστορικά και μετέρια (εξόδιασα) λ. 450″ (από λογαριασμό εσόδων – εξόδων – Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού . . . Περισσότερα
σχέδιο κεντήματος, κέντημα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξόμπλ(ι) /τὸ/ (Λ. exemplum, Σ. ὀbλάτσιεμ) = σχέδιον κεντήματος, κέντημα, ἀδολεσχία, κουτσομπολιό. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
διακοσμώ, στολίζω, κεντώ, κάνω ξόμπλια. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξομπλιάζω (Λ. exemplum, Σ. ὀbλάτσιεμ) = σχεδιάζω κέντημα, κεντῶ, ἀδολεσχῶ, κουτσομπολεύω. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Ξομπλοιάζω = ἐξισόω, περιγράφω, ὑποδεικνύω. Σημ. Ὁ Κοραῆς καὶ ὁ Βυζ. παράγουσιν αὐτὴν κακῶς ἐκ τοῦ Λατινικοῦ exemplum (ἰδ. ᾆσμα 4ον . . . Περισσότερα
το κέντημα που έχει οδηγό της κεντήστρας τη βελονιά: Μετρούσαν βελονιές και κρατούσαν όμοιες αποστάσεις, χωρίς “περιγεγραμμένο” σχέδιο στο πανί. Το ρ. ξομπλιάζω. (βλ. γραφτό).
Ξὸν β. λ. ἐξὸν.
ορεχτικό, λιχουδιά, μεζές, συχνότερα στον πληθυντικό αριθμό “ξορέξα”
σεβάσμιες γυναίκες που ξόρκιζαν το κακό. Τις καλούσαν στο σπίτι ενός αρρώστου, μετά από τον παπά πάντα, για να δοκιμάσει και εκείνη με τα μυστικά της βασκάματα και άλλες μαγγανείες να ξορκίσει το κακό και να γίνει καλά ο ασθενής. Για τον κόπο τους δε πληρώνονταν με χρήματα, αλλά τους . . . Περισσότερα
Ξουλτάρω β.λ. κ(ον)σουλτάρω.
Ξοῦλτο β.λ. κ(ον)σοῦλτο.
(ιδμ) τα Χριστούγεννα Ευχή: Καλά Ξτόενα ψχή μ΄/καμαρωμένο μ΄/καμάρ’ μ’
βλ. Χριστόψωμα
Ξύγκι /τὸ/ (ἐξ-ἀγγεῖον, Λ. axungia) = λῖπος, πάχος, λαρδί.