Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Ξ

ξυγκιά (η)

το εσωτερικό των ζώων ξύγκι που καλύπτει τα σπλάχνα. Το αρχ. επίπλουν, κοινώς μαντήλι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης ’Ξυγγιὰ § τὸ ἐπίπλοον. Σημ. Εἰς πολλὰς λέξεις οἱ Λευκάδιοι ἀφαιροῦσι τὸ ἀρχικὸν ο (Σύλλ. 40). Οὕτω καὶ ἐνταῦθα τὸ παρὰ Διοσκορίδῃ ὀξύγγιον ἔκαμαν ’ξύγγι(ον), ἐξ οὗ τὸ ’ξυγγιά. . . . Περισσότερα

ξύδι

Ξύδι § ὄξος. Σημ. Ἐκ τοῦ ὀξύς, ὀξυΐδιον, καὶ συναιρέσει ὀξύδιον.

ξυδότριψα (η)

κομμάτια ψωμιού με ξύδι. Το έτρωγαν οι φτωχοί χωρικοί κι αυτό για κολατσιό ή γιόμα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξυδότρυψα /ἡ/ (ὄξος-θρύπτω) = τμημάτια ἄρτου μετ᾿ ὄξους (πρόγευμα ἢ γεῦμα πενιχρόν). Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ξυλιάζω

παγώνω, πιάνομαι από το πολύ κρύο, υποφέρω από πόνους στην πλάτη, μέση, αυχένα. φράση: “εξύλιασαν τα πόδια μου από το κρύο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξ(υ)λιάζω (ξῦλον) = ξηραίνομαι, πιάνομαι, πάσχω μυαλγίαν. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ξύλιασμα

ψύξη κρυολόγημα Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

ξυλοδεσά (η)

ο ξύλινος οπλισμός, ο σκελετός σπιτιού αντισεισμικής κατασκευής. Συνδυασμός ματεριών της ξύλινης στέγης. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξ(υ)λοδεσιὰ /ἡ/ (ξῦλον-δέω) = ὁ ξύλινος σκελετὸς ἀντισεισμικῆς οἰκίας, ὁ ξύλινος σκελετὸς στέγης. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης ξυλοδεσιά (ἡ): ὁ ξύλινος σκελετός τῶν σπιτιῶν τῆς Λευκάδας. Λεξικό Ιδιωματικών Όρων . . . Περισσότερα

ξυλοκαρπία (η)

η παραγωγή γεωργικών προϊόντων, η ευφορία, η σοδειά των καρπών. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξ(υ)λοκαρπιἀ /ἡ/ (ξῦλον-καρπὸς) = εὐφορία τῶν γεωργικῶν προϊόντων. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ξυλοκέρατο (το)

ο καρπός του δέντρου ξυλοκερατιά, αλλιώς χαρούπι. Το ξυλοκέρατο χρησιμοποιούταν στη λαϊκή ιατρική. “Περί κοιλιάς όπου τρέχει αίμα. Βράσε ξυλοκέρατο και τριαντάφυλλα με σουμάκι (ρους ο βυρσοδεψικός, βαφικός. σ.σ.) και ανακάτωσον με κρασί δός να πίνει.”

ξυλοκόπανος (ο)

Επίμηκες ξύλο, χοντρό, με χερολαβή στη μια του άκρη, με το οποίο χτυπούσαν τα χοντροσκούτια του σπιτιού για να καθαριστούν, όταν τα ΄πλεναν στη βρύση ή στο λαγκάδι. Σε κτγρφ. του 1706: “ένας ξυλοκόπανος”. Μεταφορική φράση: “είσαι κόπανος”, δηλ. ακαταλόγιστος, ασυνεπής, κτλ. Παροιμίες: “πάρε, κυρά μ’ τον άντρα μου, κι . . . Περισσότερα

ξυλόκοτα (η)

το πουλί μπεκάτσα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξ(υ)λόκοττα /ἡ/ = σκολόπαξ, μπεκάτσα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Ξυλόκοτα = (ἡ) μπεκάτσα. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

ξυλοκούμπουρο

παιδικό παιχνίδι παρεμφερες με το κριτσόνι. Ένα ψεύτικο και αυτοσχέδιο κουμπούρι, αποτελούμενο από ένα ίσιο γερό ξύλο, μικρού μήκους, πάνω στο οποίο στερέωναν έναν κυνηγετικό κάλυκα φυσεκιού γιομάτον μπαρούτι, που αφού τον έδεναν γερά στο ξύλο, του έβαναν φωτιά, κι αυτό πετιόταν μακριά, σαν σφαίρα, κάνοντας δυνατό κρότο. Το χρησιμοποιήσουν . . . Περισσότερα

ξυλολίθου (επίρρ.)

καταστροφή, εξολοθρεμός, χαμός. φράση: “Αυτή η φαμελιά επήγε ξυλολίθου”, δηλ. καταστράφηκε εντελώς.

ξυλοπαίρνω

παίρνω τα λογικά κάποιου, τον αρρωσταίνω. Υπάρχει η λαϊκή πρόληψη πως όταν κανείς διαβεί από σταυροδρόμι νύχτα “τον ξυλοπαίρνουν τα ξωτικά”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξ(υ)λοπαίρνω (ξῦλον-ἐπαίρω) = διώκω τινὰ διὰ ξύλου ἢ βιαιοπραγιῶν. (ἔξαλλος-ἐπαίρω) = καθιστῶ τινὰ ἔξαλλον, κλονίζω τὸ λογικόν. (ἐνέργεια προερχομένη κατἀ λαϊκὴν . . . Περισσότερα

ξυλόπαρμα, ξυλοπαρμένος

αδιαθεσία και εξάντληση σωματική που αποδίδεται σε επίδραση δαιμονικών δυνάμεων, νεράιδων κ.λπ. βλ. και ξυλοπαίρνω Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

ξυλόροκα (η)

είδος ρόκας, λακάτης. Είναι ο απλούστερος τύπος ρόκας. Η κεφαλή του σχηματίζει ένα Φ κεφαλαίο.

ξυλοφάος (ο)

η ξύστρα, η λίμα που ισιάζει τις επιφάνειες των ξύλων, αλλιώς: ράσπα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης ξυλοφάος (ὁ): ξύστρα, λίμα πού ἰσιώνει τήν ἐπιφάνεια τοῦ ξύλου. Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

ξυλόφκιαρο

ξύλινο φκιάρι με ατόφια παλάμη-αλωνιστικό Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

ξυλοχάλαση (η)

δεινή τρικυμία. ΒΑΛ. Φωτεινός. Β΄: “Τι ξυλοχάλαση είν΄ αυτή! Αν ταύρηκ΄ η Τρωάδα / τ΄ άχαρα χελιδόνια μου! … Πατέρα να σ΄ αλλάξω”.

ξυλοχαλασιά

άσχημος καιρός με πολλές βροχές και άνεμο που καταστρέφει δέντρα και καλλιέργειες βλ. ξυλοχάλαση

ξυλόχτενο (το)

το ξυλόχτενο είναι η μάνα του χτενιού στον αργαλειό. Είναι είδος θήκης, υποδοχή του χτενιού.

ξυλωτό

Παιδικό παιχνίδι της πόλης κυρίως. Βλ. και σιδερωτό Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

ξύνα (η)

το ξυνόγαλο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξύνα /ἡ/ (ὄξινος) = γάλα ὄξινον ἐκ ζυμώσεως, γάλα γινωμένο, ξυνόγαλο. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης  

ξυνό (το)

το κρυσταλλικό κιτρικό οξύ, που μπαίνει στη θέση του λεμονιού, εν ελλείψει τούτου. (ξνό) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξ(υ)νὸ /τὀ/ (ὄξινον) = τὸ κρυσταλλικὸν κιτρικὸν ὀξὺ ποὺ ἀντικαθιστᾷ ἐν ἐλλείψει, τὸ λεμόνιον. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης