ἀτζούπιον (τό), τσούπι (τό)
τό ἀέτωμα τοῦ στενοῦ καί χωρίς παράθυρα πλαϊνοῦ τοίχου σπιτιῶν μέ μεγάλου μήκους πρόσοψη, (ΙΤ. ciuffo = φούντα, λόφος, λοφίο, Α. atsupi).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
τό ἀέτωμα τοῦ στενοῦ καί χωρίς παράθυρα πλαϊνοῦ τοίχου σπιτιῶν μέ μεγάλου μήκους πρόσοψη, (ΙΤ. ciuffo = φούντα, λόφος, λοφίο, Α. atsupi).