Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξεχωνιάζω

σκάβω βαθιά το χωράφι μου, βγάνοντας πέτρες, ρίζες, κ.λπ. προκειμένου να φυτέψω νέο αμπέλι ή να κάμω άλλες ριζικές καλλιέργειες.
ΒΑΛ. Αθ. Διάκ. Δ΄”Θ΄ απλώσω οργυά τα χέρια μου, τα πόδια να ριζώσω, / κι αν δε με ξεχωνιάσουνε, κι αν δε με κατακόψουν, / δε θα με διώξουν από ΄κει…”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ξεχωνιάζω (ἐκ-χώννυμι, χοάνη) = ἐκκαθαρίζω χερσότοπον διὰ βαθείας ἀνασκαφῆς πρὸς περαιτέρω καλλιέργειαν.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Ξεχωνιάζω = ξεβραχιάζω ὀρεινό καί πετρῶδες μέρος γιά νά φυτέψω ἀμπέλι, ἤ δέντρα.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής


 Ξεχωνιάζω: εκχωματίζω, σκάβω βαθιά βγάζοντας το έσω χώμα στην επιφάνεια.

Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα


“κι ἄν δὲ μὲ ξεχωνιάσουνε” (σελ. 156, Αθ. Διάκος, ΑΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟΝ)
Ἡ βαθεῖα ἀνασκαφὴ ἀκαλλιεργήτου ἐδάφους.

Σημειώσεις Βαλαωρίτη Ἀπαντα – Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, Σχόλια στόν Ἀθανάσιο Διάκο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.