ξεχωνιάζω
σκάβω βαθιά το χωράφι μου, βγάνοντας πέτρες, ρίζες, κ.λπ. προκειμένου να φυτέψω νέο αμπέλι ή να κάμω άλλες ριζικές καλλιέργειες.
ΒΑΛ. Αθ. Διάκ. Δ΄”Θ΄ απλώσω οργυά τα χέρια μου, τα πόδια να ριζώσω, / κι αν δε με ξεχωνιάσουνε, κι αν δε με κατακόψουν, / δε θα με διώξουν από ΄κει…”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεχωνιάζω (ἐκ-χώννυμι, χοάνη) = ἐκκαθαρίζω χερσότοπον διὰ βαθείας ἀνασκαφῆς πρὸς περαιτέρω καλλιέργειαν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ξεχωνιάζω = ξεβραχιάζω ὀρεινό καί πετρῶδες μέρος γιά νά φυτέψω ἀμπέλι, ἤ δέντρα.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Ξεχωνιάζω: εκχωματίζω, σκάβω βαθιά βγάζοντας το έσω χώμα στην επιφάνεια.
Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα
“κι ἄν δὲ μὲ ξεχωνιάσουνε” (σελ. 156, Αθ. Διάκος, ΑΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟΝ)
Ἡ βαθεῖα ἀνασκαφὴ ἀκαλλιεργήτου ἐδάφους.
Σημειώσεις Βαλαωρίτη Ἀπαντα – Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, Σχόλια στόν Ἀθανάσιο Διάκο