ξέχωρα
Ξέχωρα (ἐκ-χώρα) = χωριστά, παράμερα, ἀσχέτως.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ξέχωρα = ξεχωριστά αὐτό, τά σταφύλια βάλετε ξέχωρα (βάλετε ξεχωριστά).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ξέχωρα (ἐκ-χώρα) = χωριστά, παράμερα, ἀσχέτως.
Ξέχωρα = ξεχωριστά αὐτό, τά σταφύλια βάλετε ξέχωρα (βάλετε ξεχωριστά).