ξεχυτή
επικλινές επιστέγαστρο, στοά. Η ξεχυτή ήταν κάτι το συνηθισμένο στα παλιά λευκαδίτικα σπίτια. Η πρακτική σημασία της ξεχυτής είναι μεγάλη και για τη λειτουργικότητα του σπιτιού και για κάποια άνεση των ενοίκων.
Σε αιτήσεις χωρικών προς τη Διοίκηση του νησιού για κατασκευή σπιτιών συναντάμε συχνά τη λέξη είτε αρνητικά είτε θετικά>
Στο φάκελο αιτήσεων του 1850 (Ιστορικό Αρχείο της Λευκάδας) βλέπομε: “Εγώ ο κάτωθεν βεβαιωμένος Αναστάσιος Λιβιτσάνος, χωρίον Σφακιώτες, μαχαλάς Κάβαλλος (13 Σεπτεμβρίου 1850) θέλω να οικοδομήσω εκ θεμελίων ένα οσπίτιον εις θέσιν Λιβιτσανάτα … παράθυρα δύο ξεχυτή δε γίνεται”.
Άλλη: “Χωρίον Διαμπιλιάνι, μαχαλάς Άγιοι Θεόδωροι (26 Φεβρουαρίου 1850). Εγώ ο υποκάτωθεν βεβαιωμένος μέλλει να οικοδομήσω οσπίτιον ….πόντζος δε γίνεται ξεχυτή όχι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
ξεχυτή (ἡ): κεραμοσκεπής μονόκλνη στέγη ἐξώστη στηριγμένου σέ κολῶνες.
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου