Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

στύμμα (το)

ένα κομμάτι στρατσόπανο που χρησιμοποιούσαν οι παλιές νοικοκυρές για να πλένουν τα πιάτα χρησιμοποιώντας ως απορρυπαντικό αλισίβα ή στάχτη. Για την ίδια δουλειά χρησιμοποιούσαν και λεμονοστύμμονα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχη

Στύμα = τεμάχιο ὑφάσματος πού τό χρησιμοποιοῦν σάν σπόγγο γιά τό πλύσιμο τῶν πιάτων μέ ἀλυσίβα.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.