στύμμα (το)
ένα κομμάτι στρατσόπανο που χρησιμοποιούσαν οι παλιές νοικοκυρές για να πλένουν τα πιάτα χρησιμοποιώντας ως απορρυπαντικό αλισίβα ή στάχτη. Για την ίδια δουλειά χρησιμοποιούσαν και λεμονοστύμμονα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχη
Στύμα = τεμάχιο ὑφάσματος πού τό χρησιμοποιοῦν σάν σπόγγο γιά τό πλύσιμο τῶν πιάτων μέ ἀλυσίβα.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής