έντωσα
ανακουφίστηκα, ηρέμησα, ησύχασα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἔντωσα (ἐνδίδω, «ντόζω») = ἐνέδωσα, ἀνεκουφίσθην, ἀπηλλάγην δεσμῶν, κόπου ἢ κακουχίας.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ἔντωσα = ξαλάφτωσα, ἀνακουφίστηκα, ἔντωσα ἀπ᾿ τή δουλειά (ξέντωσα ἀπ᾿ τή δουλειά).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής