ξεχλυάζω
Ξεχλυάζω, Μεσ. Λαμβάνω ἀναψυχήν, διαχέομαι, διασκεδάζω.
Σημ. Ἐκ τοῦ ἐξ-ἀχλύς. Ὁ Αἰνιὰν γρ. ξεχλυαίνω (Ἀθην. σ. 80).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ξεχλυάζω, Μεσ. Λαμβάνω ἀναψυχήν, διαχέομαι, διασκεδάζω.
Σημ. Ἐκ τοῦ ἐξ-ἀχλύς. Ὁ Αἰνιὰν γρ. ξεχλυαίνω (Ἀθην. σ. 80).