ξεχειλιάζω
Ξεχ(ει)λιάζω (ἐκ-χλίω, -χλοάζω) = διάγω ἐν ἀνέσει, ἀναπαύομαι ἄφροντις, ἀποσπῶμαι τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ξεχ(ει)λιάζω (ἐκ-χλίω, -χλοάζω) = διάγω ἐν ἀνέσει, ἀναπαύομαι ἄφροντις, ἀποσπῶμαι τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν.