Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Γ

γαρίδα

Γαρίδα § ἡ ἀλλαχοῦ Καρίδα. § Φ. ἔγινε τὸ ᾿μάτι μου γαρίδα = δὲν ἔκλεισα μάτι ἀπὸ τὴν ἀγρυπνίαν, ἢ ἐκουράσθησαν οἱ ὀφθαλμοι΄μου ἀτενίζοντες ἐπί τινος. ΚΝ. Σημ. Ἐκ τοῦ ἀρχ. Καρίς· ἡ τροπῂ τοῦ κ εἰς γ ἐγένετο κατὰ τὰ ἄλλα δημοτικὰ γυρτός, γουβιός,  ἀντὶ κυρτός, κωβιός. Ὁ Βυζ. . . . Περισσότερα

γαρμπέλο (το)

σύνεργο του αλωνίσματος. Μεγάλο κόσκινο με πυθμένα από λάτα (=λευκοσίδηρο), σπανίως και από δέρμα, με πολλές τρύπες κατά διαστήματα. Το γάρμπελο λέγεται επικρατέστερα και δριμόνι. Και μ΄ αυτό κοσκινίζουν κυρίως τα όσπρια και τις σταφίδες. Στο αλώνι μέσα σ΄ αυτό έτριβαν τα απάτητα στάχυα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – . . . Περισσότερα

γαρμπής (ο)

ΝΔ άνεμος Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γαρμπῆς /ὁ/ (Ἀ.Τ. γαρb-ί, Ἰ. garbino) = ὁ Νοτιοδυτικὸς ἄνεμος, ὁ Λίψ. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

γαστάλδος (ο)

επιτηρητής, επόπτης στην εποχή της Ενετοκρατίας και Αγγλοκρατίας στα Επτάνησα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γαστάλδος /ὁ/ (Ἰ. castaldo) = ἐπίτροπος, ἐπιστάτης, οἰκονόμος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

γάστρα

Γάστρα § γάστρα, ἀγγεῖον ἐν ᾦ φυτεύουσιν ἄνθη. Π. ΚΝ. «καράβι, καραβάκι, ποῦ ᾿πᾷς γιαλό, ᾿γιαλό, ᾿σὰ φουντωμένη γάστρα μὲ τὸ βασιλικό.». Σημ. ὁ Βυζ. γρ. Γλάστρα. Οἱ Λευκάδιοι διέσωσαν ἀλώβητον τὴν ἀρχαίαν ταύτην λέξιν. (Ἡσύχ. ἐν λ. Ὄστρακον – Αἰλιαν. Πολιορ. Κεφ. 4). Οἱ Μακεδόνες Γάςτραν καλοῦσιν ἀγγεῖον τὸ . . . Περισσότερα

γατιάζω

κάνω κάποιον ισχνόν και νωθρόν όπως η γάτα. Μεσ.: Γίνομαι νωθρός. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γατιάζω § ποιῶ τινα ἰσχνόν, ἢ νωθρὸν ὡς τὴν Γάταν. Μέσ. γίνομαι ἰσχνός, νωθρός. Σημ. Ἐκ τοῦ Γάτα = Κάτα = λατ. Gatus (ἴδ. λ. ἀλαφιάζομαι). Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

γατούμπρο (το)

βατόμουρο (βλ λέξη βάτος) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γατοῦμπρο /τὸ/ = τὸ βοτρύδιον τοῦ βάτου, τὸ βατόμουρον. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Δεν έχει σχέση με τη γάτα. Είναι το γνωστό βατόμουρο. Ο θάμνος λέγεται βατσινιά και ο νόστιμος καρπός βάτσινα – βάτινα. Σε μας . . . Περισσότερα

γατσούλι

το μικρό γατί, το γατάκι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γατσοῦλι /τὸ/ (γαλῆ, Ἰ. gattoline) = τὸ γατάκι, τὸ νεογνὸν τῆς γάτας. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Γατσούλι = τό μικρό γατάκι. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής Γατσοῦλλι, § τὸ νεογνὸν τῆς γάτας. Σημ. Ἡ . . . Περισσότερα

γατσουλιάζω

ανατριχιάζω, μαζεύομαι, αδυνατίζω, είμαι ατροφικός. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γατσουλιάζω (β.λ. γατσοῦλι) = ὑστερῶ εἰς ἀνάπτυξιν, ἀτροφῶ. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

γαύρα

«γαύρα παντοῦ καὶ λύσσα» (σελ. 290, Φωτεινός, ΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟΝ). Γαύρα καὶ λύσσα, συνήθης φρὰσις σημαίνουσα κατάστασιν ἀνυπόφορον. Γαύρα σημαίνει κυριολεκτικῶς καμάρωμα ἑπομένως ὑπερηφάνεια ἐπὶ κακοῦ, ἀλαζονεία. Τοῦτο δὲ σημαίνει ἐν τῇ φράσει, ἥτις εἴναι προφανῶς λείψανον ἐποχῆς καταδυναστεύσεως

γαύρι (το)

το καθένα από τα δοκάρια που τοποθετούνται χιαστί, για να στηρίξουν ένα άλλο οριζόντιο δοκάρι, το λεγόμενο καβαλλάρης. Πάνω σ΄ αυτό απλώνουν τα δίχτυα οι τρατολόγοι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γαῦρι /τὸ/ (γαῦρος) = ἑκάτερον τῶν χιαστὶ ὀρθουμένων ξύλων πρὸς στήριξιν ἄλλου ὁριζοντίου «καβαλλάρη» δι’ ἅπλωμα . . . Περισσότερα

γγαραφίνα

καραφίνα, μικρή καράφα Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

γε

Γε, μόρ. παραπλ. § γέ Π. φέρ᾿ αὐτό γε. – ἐγώ γε ᾿ς τὸ ᾿πα – φέρ᾿ ἐκειό γε. Σημ. ἀρχαιότατον· χρῶνται ἰδίως αὐτῷ οἱ χωρικοί μας.

γεβεντίζω

εκθέτω κάποιον στα περίγελα των άλλων, ρεζιλεύω, χλευάζω. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γεβεντίζω (Τ. γεβέντ) = εἰρωνεύομαι, λοιδωρῶ, προσβάλλω, χλευάζω. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

γέκια (η)

ο μοχλός που χρειαζόμαστε για το τιμόνι στις βάρκες. Κοινώς λαγουδέρα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γέκια /ἡ/ (οἴαξ) = ὁ μοχλὸς χειρισμοῦ τοῦ πηδαλίου, τὸ δοιάκι, ἡ λαγουδέρα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

γελαγάνη

ασθένεια, (δεν περιγράφονται τα συμπτώματα της). “Εις κάποια ασθένεια, οπού λέγουσι γελαγάνη” … θεραπευόταν με επιθέματα μελιού και σιναπιού σε 2-3 μέρες. Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

γελασάτικο (το)

η γελασά, το ξεγέλασμα, η αθέτηση συμφωνίας. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γελασάτ(ι)κο /τὸ/ (Τ. γιαλὰν) = ψεῦδος, ἀπάτη, ἀθέτησις ὑποσχέσεως. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

γελέκι (το)

το γνωστό ανδρικό γελέκι της νεότερης φράγκικης φορεσιάς. το ανδρικό γελέκι της παλιάς λευκαδίτικης φορεσιάς: Ήταν διακοσμημένο με γαϊτάνια και κεντημένο πλούσια. Το γαμπριάτικο ήταν περίτεχνο. το γυναικείο γελέκι της Ρωμαίικης (=παραδοσιακής) φορεσιάς: Ήταν λινό ή μπαμπακερό, πάντα άσπρο και φοριόνταν πάνω από το πουκάμισο. Είδος στηθόδεσμου με πλάτη. (Η . . . Περισσότερα

Γελλού ή Γιλλού

η Γελλώ των αρχαίων, που είναι πνεύμα κακοποιόν. Σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία η Γελλώ ήταν νέα γυναίκα απο τη Λέσβο και πέθανε πάνω στη γέννα. Ύστερα έγινε φάντασμα, Λάμια, και άρπαζε μικρά παιδιά και τα έπνιγε. Στα Βυζαντινά χρόνια η Γελλώ έγινε Γελλού και μαζί με το παραλλαγμένο όνομά . . . Περισσότερα

γεμ

Γεμ: Από το αρχ. βεβαιωτ. μόριο γε και το μ για υποδήλωση του «εμέ».

γεμενί (το)

παπούτσια γεμενί. τα φορούσαν και οι γυναίκες και οι άντρες. Τα γεμενί των γυναικών ήταν παπούτσια μονόσολα (χωρίς βάρδουλα) , λεπτά και χαμηλοτάκουνα. Τα γεμενιά τα λέγανε και μονά. Έμοιαζαν με γοβάκια και ήταν για καθημερινή χρήση. Φορέθηκαν ως τις αρχές του 20ου αιώνα. Είναι ανατολίτικης προέλευσης, τύπου Ιεμένης του . . . Περισσότερα

γενειάζω

«… γενειάζει ἐκεῖ βαθειὰ βαθειὰ κ΄ ὑφαίνει τὸν πλοκό του» (σελ. 183, ἈΘ. Διάκος, ΑΣΜΑ ΠΕΜΠΤΟΝ) Γενειάζει ἐπὶ τῶν φυτῶν, ὅταν βάλλωσι τὰς πρώτας οἱονεὶ τριχωειδεῖς ῥίζας. Ἐπὶ κισσοῦ, ὄταν προσκολλᾶται διὰ τῶν ἐλαστικωτἀτων νεύρων, ἅτινα ἀναφύονται ἐκ των ἀπείρων αὐτοῦ γονάτων.

γενί (το)

το τριγωνικό σιδερένιο εξάρτημα του αλετριού, που κάνει τις αυλακές και γυρίζει τα χώματα. Παροιμία: “Ηύρε η νύφη μας το γένι πίσω από την πόρτα.” Στον γάμο, όταν η νύφη προσδιαβεί το κατώφλι του νέου σπιτιού της (σε μερικά χωριά) μπροστά της, στο πάτωμα, της έχουν βάλει ένα υνί το . . . Περισσότερα

γέννα

Γέννα = τό αἰδοῖο, τό σημεῖο πού γεννοῦν τά ζῶα, λέγεται ἔτσι γιά νά ἀποφευχθεῖ ἡ ἄσεμνη λέξη, μπορεῖ νά τήν χρησιμοποιήσει κανείς σέ οἰκογενειακό κύκλο χωρίς νά θεωρεῖται ἄπρεπη.