Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

διασίδι (το)

η διαδικασία για την ετοιμασία του στημονιού που θα τυλιχτεί στο πίσω αντί του αργαλειού.
Σύνεργα του διασιδιού είναι: α) η διάστρα (=σειρά από χοντρά καλάμια), β) το σκαμνί, γ) η τυλίχτρα (Το νοικοκυριό του χωριάτικου σπιτιού, σελ 132).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Διασίδι /τὸ/ (διάζομαι) = τὸ διὰ τὸν ἀργαλειὸν εὐθετούμενον νῆμα.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Διασίδι, § γνέμα, ἕτοιμον πρὸς ὕφανσιν.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου


Διασίδι, το: η διασύνδεση των νημάτων (τα στημόνια), για ύφανση στον αργαλειό. Εκ του ρ. διάζομαι = τακτοποιώ τον στήμονα εις τον ιστόν του αργαλειού. (Λεξ. Liddell-Scott).

Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.