Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γαρμπέλο (το)

σύνεργο του αλωνίσματος.
Μεγάλο κόσκινο με πυθμένα από λάτα (=λευκοσίδηρο), σπανίως και από δέρμα, με πολλές τρύπες κατά διαστήματα.
Το γάρμπελο λέγεται επικρατέστερα και δριμόνι. Και μ΄ αυτό κοσκινίζουν κυρίως τα όσπρια και τις σταφίδες. Στο αλώνι μέσα σ΄ αυτό έτριβαν τα απάτητα στάχυα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Γαρμπέλο /τὸ/ (Τ. καλbοὺρ) = μέγα κόσκινον μὲ πυθμένα ἀπὸ τσίγκον ἢ λευκοσίδηρον διὰ τὸν πρῶτον χονδρικὸν καθαρισμὸν τοῦ ἁλωνισθέντος σίτου ἀπὸ χώματα κ.τ.τ.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.