γελέκι (το)
- το γνωστό ανδρικό γελέκι της νεότερης φράγκικης φορεσιάς.
- το ανδρικό γελέκι της παλιάς λευκαδίτικης φορεσιάς: Ήταν διακοσμημένο με γαϊτάνια και κεντημένο πλούσια. Το γαμπριάτικο ήταν περίτεχνο.
- το γυναικείο γελέκι της Ρωμαίικης (=παραδοσιακής) φορεσιάς: Ήταν λινό ή μπαμπακερό, πάντα άσπρο και φοριόνταν πάνω από το πουκάμισο. Είδος στηθόδεσμου με πλάτη. (Η Λαϊκή Λευκαδίτικη φορεσιά).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γελέκι /τὸ/ (ἄλληξ, ἄλλιξ Τ.Σ. γελέκ, Ἀλ. jελjὲκ) = ἐσωκάρδιον, ὑπενδύτης, γιλέκον.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης