Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Γ

γυαλίζομαι, γυαλιστώ

Γυαλίζομαι (ὑελίζω -ομαι) = βλέπω ἐμαυτὸν εἰς καθρέπτην, καθρεφτίζομαι. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Γυαλιστώ: (γυαλίζομαι ή υελίζομαι) = καθρεπτίζομαι σε επαργυρωμένο γυαλί. Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα

γυναικοτσούλης

Χαρακτηρισμός μειωτικός για άντρες. Στα λεξικά “γυναικούλης” ο θηλυπρεπής. Σε μας ο επιδιδόμενος σε γυναικεία κουτσομπολιά, ο αρεσκόμενος σε γυναικεία συναναστροφή ( ο γυναικάκιας). Χωρίς να είναι απαραίτητα ομοφυλόφιλος

γυναιτίκι (το)

ο γυναικωνίτης των εκκλησιών Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γ(υ)ναιτίκι /τὸ/ (γυνὴ) = τὸ καφασωτὸν ὑπερῷον τοῦ γυναικωνίτου εἰς τοὺς ναούς. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

γυνατόζος

γυνατόζος = ὀργίλος Σημ. Ἡ κατάλ. οζος εἶνε Ἰταλικὴ σημαίνουσα τὸν ἔχοντα πλησμονὴν τοῦ ὑπὸ τῆς ῥίζης δηλουμένου, οἷον spirtoso = πνευματώδης, famoso = περίφημος, κτλ. βλ. γινατεμένος -η -ο   γυναντεύω  και  γινάτι (το)

γυριστάρι (το)

το μαλακόστρακο “κώνος”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γυρ(ι)στάρι /τὸ/ (γῦρος, γυρόω) = τὸ θαλάσσιον γαστερόποδον μαλακόστρακον «κῶνος», τὸ ὄστρακον τοῦ κώνου. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

γυρολόγος (ο)

ο πλανόδιος μικροέμπορος, που “έφερνε γύρα” τα χωριά και τις συνοικίες της Χώρας, πραματευτής. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γυρολόγος, ο: ο γύρω φερόμενος, ο περιφερόμενος μικρέμπορος των χωριών και λογυρίζω (όλο +γυρίζω)=περιφέρομαι.Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα  

γύρος (ο)

ο γύρος του κρεβατιού. Άσπρες πλατιές ταινίες που περιέβαλλαν το κρεβάτι από τις σανίδες ως το πάτωμα. ο γύρος που λέγεται και τορνατέλλο ήταν διακοσμητικός. Είχε όμως και πρακτικό χαρακτήρα: να καλύπτει τα είδη που έριχναν οι σπιτικοί κάτω από το κρεβάτι, πχ πατάτες, παπούτσια, παλιόρουχα κ.α. (το νοικοκυριό του . . . Περισσότερα

γύφτος -οι (ο)

ο σιδεράς, ο χάβρος. Οι γύφτοι στην Πόλη είχαν τα εργαστήρια τους στην είσοδο της Χώρας, στον Άγιο Μηνά. Η περιοχή λεγόταν γύφτικα ή σιδεράδικα. Οι γύφτοι αυτοί ήταν, κατά κανόνα, κάτοικοι της Χώρας, και δεν είχαν σχέση με τους άλλους “γύφτους”. σε παλιό χειρόγραφο του 1744 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) . . . Περισσότερα

γυφτοφάσουλα (τα)

ποικιλία φασολιών με καρπό μικροκαμωμένο και μελαμψό Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

γύψωμο (το)

πανηγυρική λειτουργιά (άρτος) που έφκιαναν όσοι γιόρταζαν. Το γύψωμο το πήγαιναν στον εσπερινό ή στη λειτουργία της επομένης και το ευλογούσε ο παπάς ρίχνοντας στο κέντρο – όπου είχε εκ των προτέρων κοπεί τριγωνικά το κομμάτι το σφραγισμένο που συμβόλιζε το Χριστό- λίγο άναμα (κρασί λειτουργημένο στην Αγία Τράπεζα). Τα παλιά . . . Περισσότερα

γωνιά (η)

το τζάκι, η εστία του χωριάτικου σπιτιού. Η γωνιά συγκέντρωνε όλη την οικογένεια γύρω της, όπου ιεραρχικά υπήρχαν οι θέσεις του παππού, της γιαγιάς, των γονιών και παιδιών. Η πολυύμνητη γωνιά, η ευλογημένη: Γεράσιμος Γληγόρης: “Νοσταλγία” – “Και θα ΄ρθω πάλε, βάβω μου, να σ΄ εύρω στη γωνιά σου, / . . . Περισσότερα

γωνιέμαι

Γωνιέμαι ή αγωνιέμαι: αγωνίζομαι, με την έννοια του καταπιάνομαι με δουλειές, (αγώνας, αρχ. αγών, ρ. άγω).