αστρίτης (ο)
το φίδι, οχιά,, οχέντρα.
ΒΑΛ. Κατσαντώνης, στ. 7: “Μαχαίρι να του γένη / η κοινωνιά που του ΄βαψε τ΄ αφορισμένο στόμα, / θηλιά κι αστρίτης στο λαιμό τ΄ άγιο του πετραχήλι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀστρίτης /ὁ/ (ἄστρον, ἀστερίας, Ἀλ. καστρίκι) = ἔχιδνα ἡ ἀσπίς, ὀχιά.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης