Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αστρίτης (ο)

το φίδι, οχιά,, οχέντρα.
ΒΑΛ. Κατσαντώνης, στ. 7: “Μαχαίρι να του γένη / η κοινωνιά που του ΄βαψε τ΄ αφορισμένο στόμα, / θηλιά κι αστρίτης στο λαιμό τ΄ άγιο του πετραχήλι”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀστρίτης /ὁ/ (ἄστρον, ἀστερίας, Ἀλ. καστρίκι) = ἔχιδνα ἡ ἀσπίς, ὀχιά.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.