γεμενί (το)
- παπούτσια γεμενί. τα φορούσαν και οι γυναίκες και οι άντρες. Τα γεμενί των γυναικών ήταν παπούτσια μονόσολα (χωρίς βάρδουλα) , λεπτά και χαμηλοτάκουνα. Τα γεμενιά τα λέγανε και μονά. Έμοιαζαν με γοβάκια και ήταν για καθημερινή χρήση. Φορέθηκαν ως τις αρχές του 20ου αιώνα. Είναι ανατολίτικης προέλευσης, τύπου Ιεμένης του Βοσπόρου. Ανάλογα ποιοτικά ήταν και τα αντρικά γεμενιά. Γυριστά μπροστά, μονόσολα και χαμηλοτάκουνα. Εν αντιθέσει προς τα γυναικεία, αυτά είχαν γλώσσα.
- γεμενί γυναικείο κεφαλομάντηλο, διαφανές, μεταξωτό και κεντημένο. (Η Λευκαδίτικη λαϊκή φορεσιά, σελ 96-120-65).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γεμενὶ /τὸ/ (Ἀ.Τ. γεμενὶ) = ὑπόδημα τύπου Ἰεμένης τοῦ Βοσπόρου, ἁπλοῦν λαϊκὸν ὑπόδημα εὐθηνὸν ἐξ έγχωρίου δέρματος ἀτελοῦς κατεργασίας, παποῦτσι μονόσολο (χωρὶς βάρδουλο).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης