Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Γ

γιάμπολη (η)

σκέπασμα του κρεβατιού υφασμένο με ντόπιο μαλλί στο σπιτικό αργαλειό. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γιάμπολη /ἡ/ (Ἰ. ciambella-otto) = ἐξ εὐνοίας, πρὸς χάριν, ἐξ αἰτίας, ἐξ ὑπαιτιότητος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Γιάολος (ιδμ)

Διάολος. Ιδιωματική προφορά των κατοίκων ορισμένων χωριών, όπως π.χ. των Πλατυστόμων

γιασαξής (ο)

ο υπασπιστής. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γιασαξῆς /ὁ/ (Τ. γιασὰκ τσῆ) = ὑπασπιστής, ἐκτελεστὴς διαταγῶν. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

γιατσάρω

ανατριχιάζω, νιώθω ρίγος, ανατριχίλα. Φράση: “… με γιατσάρ΄σε…”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γιατσάρω (Ἰ. ghiacciare) = αἰσθάνομαι ψῦχος, παγωνιά, ψύχρα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

γιάτσο (το)

ψύχρα, παγωνιά, πρωινή δροσιά. Λέγεται και ειρωνικά: “φ΄λάξ’ μη σε πάρ΄το γιάτσο”.

γιαχνί, το

Γιαχνί, το: το γιαχνιστό (πολυαχνιστό) φαγητό, το χωρίς πολύ νερό μαγειρευμένο.

γιαχνίζω

ετοιμάζω κοκκινιστό φαγητό, βάνοντας του ντομάτα, κρεμμύδια, κανέλα, κλπ. Φράση: “το γιάχνισες το φαΐ” – “σήμερα έχομε γιαχνιστό”.

γίγκλα (η)

τρίχινη ταινία – ιμάντας, που περιζώνει το θώρακα του ζώου πίσω από τα μπροστινά του πόδια κι έτσι στερεώνει με ασφάλεια το σαμάρι στη ράχη του υποζυγίου. Η γίγκλα είναι εξάρτημα του σαμαριού. τρίχινη λουρίδα με την οποία δένουν τα ομόστοιχα πόδια του αλόγου (μια δεξιά – μια αριστερά) για . . . Περισσότερα

γιδοβύζι (το)

νυχτοπούλι που περιφέρεται χαράματα κυνηγώντας τα έντομα. “Πιστεύεται υπό του λαού”, γράφει ο Βαλαωρίτης (σχόλια στον “Αθανάσιο Διάκο”, σελ 202), “ότι το γιδοβύζι προβαίνει λάθρα μέχρι των μαστών της αιγός και υποκλέπτει το γάλα, θηλάζον”.

γιέκια

το αποσπώμενο ξύλινο δοιάκι που προσαρμόζεται στο τιμόνι και κατευθύνει τη βάρκα

γιερός

Γιερός § σῶος, ἀκέραιος, ἰσχυρός, ῥωμαλαῖος, ὑγιής. Ἐκ τούτου γερεύω = γίνομαι ὑγιής. Σημ. Ἐκ τοῦ ὑγιηρός. Ὁ Βυζ. παραλείπει τὸ ῥῆμα.

γίκος ή γοίκος (ο)

το σύνολο των χοντρών ρούχων του σπιτιού τακτοποιημένα και διπλωμένα κανονικά με τάξη που τοποθετούνται το ΄να πάνω στ΄ άλλο σε μια ξύλινη βάση ή κασέλα. Το γίκο τον σκεπάζουν μ΄ ένα λεπτότερο ρούχο για να προστατεύει τα χοντρόρουχα από σκόνες, καπνούς κλπ. Αρ. Βαλαωρίτης, Φωτεινός, άσμα Β΄”Ο οίκος με . . . Περισσότερα

γίλ(υ)γγας

Γίλ(υ)γγας /ὁ/ (λύζω) = λαρυγγικὸς σπασμός, λύγξ, λόξυγγας. γίλυγγας / γίλγγας Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Μ΄έπιασε – λέμε- γίλυγγας, λόξυγγας, Από το ουσιαστικό ο λυγξ – λυγγός (λύζω) κατάγεται η λέξη. Ο Λάζαρης το ετυμολογεί σωστά. Ο Κοντομίχης το παραλείπει. Μη συγχέεται με τον ίλιγγο (ρήμα ίλλω, είλω) τη γνωστή . . . Περισσότερα

γινατεύω

θυμώνω, οργίζομαι, βαστάω θυμό, πείσμα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γ(ι)νατεύω (Ἀ.Τ. ἠνάτ) = διατίθεμαι ἐχθρικῶς, ὀργίζομαι, θυμώνω. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

γινάτι (το)

θυμός εναντίον κάποιου, προσωρινή έχθρα. Φράση: “Ας είναι καλά το γινάτι του…”. Παροιμία: “Το γινάτι βγάνει μάτι”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γ(ι)νάτι /τὸ/ (Ἀ.Τ. ἠνάτ) = ἐχθρικὴ διάθεσις, ὀργή, θυμός, πεῖσμα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Γινάτι § ὀργή, Π. μ᾿ ἤφερε τὸ γινάτι καὶ τὸν . . . Περισσότερα

γιογλεντής και γιογλεντζῆς (ο)

ο χαϊδεμένος, ο καλομαθημένος, αλλά και ο αλέγρος και ευχάριστος τύπος. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γιογλεντζῆς /ὁ/ (Ἰ. giojellare, T. γιόλ) = κομψευόμενος, χαρίεις, χαϊδεμμένος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

γιόγλι (το)

κάτι το ωραίο, κάτι που αρέσει πολύ. Μεταφορικά: “τα περνάμε γιόγλια”, δηλ πολύ ευχάριστα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γιόγλι /τὸ/ (Ἰ. giojellare, T. γιὸλ) = καλλιτέχνημα, κομψοτέχνημα, καλλιτεχνία, κομψότης, χάρις. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

γιόμα, το

Γιόμα, το: η γιομάτη μέρα, η γεμάτη ημέρα, το μεσημέρι και κατ’ επέκταση το μεσημεριανό γεύμα.

γιοματάρι

είδος κρασιού, μαύρο, γλυκό ή αδρύ κρασί, βγαλμένο από σταφύλια βαρτζαμ’ι, που ο μούστος του βράζει μαζί με τα τσίπουρα. Έτσι βγαίνει και το μαυροκόκκινο χρώμα που για να το ενισχύσουν έρριχναν κατά το πάτημα γύψο στα σταφύλια. Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

γιοματίζω και γιωματίζω

γευματίζω. φράση: “κόπιασε να γιοματίσουμε”. απάντηση: “Κάμ΄τε ζεύκια σας. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γιωματίζω καί γιοματίζω = ἑστιῶμαι, γευματίζω. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

γιομάτο και γιωμᾶτο (το)

πρόποση, στους γάμους κυρίως. Είναι γνωστό “το τραγούδι του γιομάτου”, μερικοί στίχοι του: “Τούτο το παρόν γιομάτο το κρασί το ρετσινάτο, είν΄ απ΄ ώριο αμπελάκι κι από μοσκοσταφυλάκι. Το ποτήρι, το κλοντίρι, το κρυσταλλογυριστήρι …” (Δημοτικά Τραγούδια της Λευκάδας). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γιωμᾶτο καί γιομᾶτο/τὸ/ (γευμάτινον) . . . Περισσότερα