γατιάζω
κάνω κάποιον ισχνόν και νωθρόν όπως η γάτα. Μεσ.: Γίνομαι νωθρός.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γατιάζω § ποιῶ τινα ἰσχνόν, ἢ νωθρὸν ὡς τὴν Γάταν. Μέσ. γίνομαι ἰσχνός, νωθρός.
Σημ. Ἐκ τοῦ Γάτα = Κάτα = λατ. Gatus (ἴδ. λ. ἀλαφιάζομαι).
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου