γενί (το)
το τριγωνικό σιδερένιο εξάρτημα του αλετριού, που κάνει τις αυλακές και γυρίζει τα χώματα.
Παροιμία: “Ηύρε η νύφη μας το γένι πίσω από την πόρτα.” Στον γάμο, όταν η νύφη προσδιαβεί το κατώφλι του νέου σπιτιού της (σε μερικά χωριά) μπροστά της, στο πάτωμα, της έχουν βάλει ένα υνί το οποίο η νύφη οφείλει να πατήσει και να περάσει εν συνεχεία ανάμεσα από ένα μεγάλο στεφανοβάγενο. Στα περισσότερα όμως χωριά βάνουν το “γένι της νύφης πίσω από την πόρτα”.
Και αυτά όλα κατ΄ έθιμον, αφού το γένι είναι το σύμβολο της ευφορίας και της γονιμότητας της γης.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γενὶ /τὸ/ (ὕνις, ὑννίον) = τὸ σιδηροῦν αἰχμηρὸν ἄκρον τοῦ ἐγχωρίου ἀρότρου. «ηὗρ’ ἡ νύφ’ μας τὸ γενὶ πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα».