γαστάλδος (ο)
επιτηρητής, επόπτης στην εποχή της Ενετοκρατίας και Αγγλοκρατίας στα Επτάνησα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γαστάλδος /ὁ/ (Ἰ. castaldo) = ἐπίτροπος, ἐπιστάτης, οἰκονόμος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης