Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Γ

γεννειάζω

στα φυτά: όταν βγάζουν τις πρώτες τριχοειδής ρίζες τους. Βαλαωρίτης, Αθανάσιος Διάκος, Ε΄(για τον κισσό): “Κι όπου ααντήσει ριζιμιό κι όπου εύρει χαραμάδα γεννειάζει εκεί βαθειά βαθειά κι υφαίνει τον πλοκό του”.

γέννημα -τα

τα σπαρτά, αλλά και ο ώριμος καρπός των δημητριακών, κυρίως του σιταριού. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γέννημα /τὸ/ = σῖτος εἰς ποσότητα, φυτεία σίτου χλωρά. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

γεννητσούρια (τα)

τα γεννητούρια, η γέννηση του παιδιού. Τα γεννητούρια είναι η πραγματοποίηση της ευχής που δίνουν στους νιόνυμφους μετά το γάμο: “Και στα γεννητσούρια σας τώρα, κι από σερνικά”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γεν(νη)τσούρια /τὰ/ (γέννησις) = τὸ χαρμόσυνον τοῦ τοκετοῦ, τὰ γεννητούρια. (εἰς τοὺς νεόνυμφους εὔχονται: . . . Περισσότερα

γεντόστια

ιδιωματισμός, εντόσθια Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

γεράζω

Γεράζω § γηράζω. ΚΝ. Σημ. Ἐκ τοῦ Γηράω (Σύλλ. 5. 6). Ὁ Βυζ. γρ. γερνῶ.

γεραλέος

Γεραλέος, § γέρων. Σημ. Τὸν εἰς αλέος τοῦτον σχηματισμὸν ἀρχαῖον ὄντα, ἡ δημοτικὴ γλῶσσα μόνον εἰς τὴν λ. ταύτην καὶ τὴν ῥωμαλέος διέσωσεν, ὅσον ἡμεῖς οἴδαμεν.

γεραμπής και γιαραμπῆς(ο)

ο Θεός, ο Κύριος της ζωής μας και της τύχης μας, το πεπρωμένο. Λέμε πχ. “Δόξα σοι ο Γεραμπής”, ικανοποιημένοι για κάποια ευτυχή έκβαση. Χρησιμοποιούμε όμως και αστειολογικά τη λέξη: Όπως τα φέρει ο Γεραμπής”, λέμε. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γεραμπῆς καί Γιαραμπῆς/ὁ/ (Π.Τ. γὰ ράbbι) = . . . Περισσότερα

γεροβολιά (η)

φράξιμο με καλάμια ολόγυρα. Μεταφορικά: θα σε δείρω. Φράση: “Θα σε φέρω γεροβολιά”. Βαλαωρίτης, Αθανάσιος Διάκος Δ΄: “αδιάβατη γεροβολιά, πυκνή και αιώνια φράχτη”.

γεροκομάω

περιποιούμαι κάποιον στα γεράματά του, τον νοσηλεύω και τον φροντίζω. “Κάνω ένα ψυχικό, δεν έχει ο καημένος κανέναν να τον φροντίσει”. Ευχή: “Απ΄ το Θεό να το ΄βρεις το καλό που κάνεις στη γριούλα”. Συχνά όμως ο “γεροκομών” αποβλέπει και σε καμιά κρυφή διαθήκη, καλές οι κληρονομιές, έστω και με . . . Περισσότερα

γεροντολούλουδο (το)

το άνθος μαργαρίτα, “λευκανθές το ετήσιον”. Μοιάζει με χαμομήλι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γεροντολούλ(ου)δο /τὸ/ = τὸ αὐτοφυὲς ἄνθος μαργαρίτα, ἡ ἀνθεμὶς ἡ Χία, τὸ λευκανθὲς τὸ ἐτήσιον. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Γεροντολούλουδο = μαργαρίτα πού μοιάζει μέ μεγάλο χαμομήλι. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – . . . Περισσότερα

γετιάνα

ιαματικό φυτό Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

γεωργάδος -α -ο

απλό γεωργικό σύνεργο από ξύλο ή μέταλλο με κάμψη στη μέση, και χρησιμοποιείται σε πολλές δουλείες του κατωγιού κυρίως. ο προκομμένος γεωργός, ο πρόθυμος στη δουλειά. Παροιμία: “Πότε η νύφη μας γεωργάδα; – Το βράδυ το Σάββατο”.

γήμορο (το)

ο Βαλαωρίτης στο Φωτεινό μας διευκρινίζει και λόγω θέσεως και πείρας, αλλά και λόγω γνώσεως του αντικειμένου: “Γήμορο = το υπό του γεωμόρου ή μοργίτου καλλιεργητού, καταναλλόμενον μέρος των καρπών του κτήματος προς τον ιδιοκτήτην αυτού¨, και γράφει: “είτε μεστά, είτε άμεστα τα κόβω για ν΄ αρπάξει / διπλό, τριπλό το . . . Περισσότερα

γήταυρος (ο)

μυθικό θηρίο στην μεσαιωνική και νεοελληνική παράδοση. Λέγεται και ζήταυρος, ήταυρος και νήταυρος -κατά τόπους-, και φωλιάζει στο βυθό των ποταμών και λιμνών, αλλά και σε έλη και σε περιβόλους ναών. Έχει ακαθόριστη μορφή πότε βοδιού ή βουβαλιού και πότε μεγάλου σκουληκιού ή δράκοντα, και μουγκρίζει σαν ταύρος. Είναι δε . . . Περισσότερα

γηύρεμα (το)

το εύρημα, η απόκτηση ενός πράγματος αξίας: “Αυτή η γυναίκα ήτανε γηύρεμα για μας”, δηλ. είναι καλή και εργατική. Παροιμία: “Του φτωχού το γηύρεμα, ή καρφί ή πέταλο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γηύρεμα /τὸ/ (εὕρημα) = τὸ τυχαῖον εὕρημα, τὸ ἀπόκτημα ἀξίας. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος . . . Περισσότερα

για

πρόθεση, σύνδεσμος και μόριο, ανάλογα με τη θέση της στο λόγο. Φράσεις: για ψύλλου πήδημα – για το καλό του χωριού του – για την ψυχή του πατέρα του – για που τέτοια ώρα; – για πρόσεχε – έντο για (=νάτο) – γιάτ΄ρα, μωρέ (= για κοίτα μωρέ, για δες . . . Περισσότερα

για δ΄ εκειό

για κείνο, για αυτό, εξ΄ αιτίας κάποιου – “για δ΄εκειό μ΄ έβρισε” – “για δ΄εκειό δεν ξαναπάτησε στο σπίτι μας”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γιὰ δ’ ἐκειὸ (διὰ δὲ ἐκεῖνο) = διὰ τοῦτο, πρὸς τοῦτο, ἐξ αἰτίας τούτου. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

για δαύτο

γι΄ αυτό, εξ αιτίας αυτού, γι΄ αυτό το λόγο: “Α! Για δαύτο δε με περίμενες …” – “για δαύτο ηύρα κι εγώ τον μπελιά μου”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γιὰ δαῦτο (διὰ δὲ αὐτὸ) = διὰ τοῦτο, πρὸς τοῦτο, ἐξ αἰτίας τούτου. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος . . . Περισσότερα

για τήρα

για ιδές! φράση: “για τράτε μωρέε…”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γιὰ τ(ή)ρα -ᾶτε (ἄγε-τηρέω -ῶ, τηράω, τηράζω) = κύταξε λοιπόν, πρόσεξε. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

για΄πνομής (η)

για πνομής για χάρη σου, εξ αιτίας σου, από δικό μου φταίξιμο. “Για΄πνομής σου τα πλήρωσα εγώ…”, “Για’πνομής σου έφαγα ξύλο”.

γιακονέτο (το)

γυναικείο φόρεμα της παραδοσιακής λαϊκής φορεσιάς, από ύφασμα μάρκας γιακονέτο. (Η λαϊκή Λευκαδίτικη φορεσιά, σελ 77).

γιάματς ή γιάματις

μήπως, για ποιο λόγο, σάμπως … φράση: “γιάματς και μ΄ ακούει εμένα ο κλέρος μας; Του το ΄πα τόσες φορές”. – “γιάματις κι ήρθε να κουβεντιάσουμε;”.