γαλιότος
Γαλιότος /ὁ/ σπ. (Ἰ. galeotto) = πονηρός, κακόπιστος, ἀπατεών.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Γαλιότος /ὁ/ σπ. (Ἰ. galeotto) = πονηρός, κακόπιστος, ἀπατεών.
γαλλκά φώτα γαλλικά φώτα, τα βεγγαλικά
Ταινία που στολίζει το καμπζέλι το άνοιγμα
Γαλουρίδια = 1. χαρούμενα γέλια καί λογάκια ἀπ᾿ τό μωρό, 2. μεταφ. ἐσύ μοῦ φαίνεται γαλουρίζεις (ἐσύ μοῦ φαίνεται παιδιαρίζεις). βλ. και γαλουρίζω
Χαριεντίζομαι με ένα βρέφος, παίζω μαζί του με γέλια και γαργαλιστικές κινήσεις. Προσπαθώ να το ησυχάσω όταν κλαίει, να το κουνήσω να κοιμηθεί. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γαλουρίζω (ἄλλος, ἀλληλο-ὀαρίζω) = φλυαρῶ πρὸς βρέφος ἵνα τὸ ἐξοικειώσω εἰς ἐνάρθρους φθόγγους, χαριεντίζομαι, φλυαρῶ τρυφερῶς. Tα Λευκαδίτικα – . . . Περισσότερα
μειλίχιος, ήπιος, κόλακας, απλοχέρης, πλάνος. “Είναι αυτός ένας γαλούφης”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γαλούφης -ω /ὁ, ἡ/ (Ἰ. gaglioffo) = δολιοκόλαξ, δολιόφρων, ὕπουλος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
γλυκύτητα του τρόπου, η κολακεία. “Όλο με γαλουφιές τα καταφέρνεις”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γαλ(ου)φιὰ /ἡ/ (Ἰ. gaglioffo) = δολιοκολακεία, δολιοφροσύνη, ὑπουλότης. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Πρόκειται για τη λαδόπιτα που περιπαικτικά τη λένε έτσι (μεγανήσι), όταν φτιάχνεται για τις ανάγκες του γάμου. Σε αυτήν την περίπτωση, έχει οπωσδήποτε από πάνω, εκτός από το σουσάμι, το ολόκληρο αμύγδαλο σε κάθε φελί και ζάχαρη. Μπολίτσα στο χρόνο
Γαμπαλάρω (Ἰ. gabbare) = παρασύρω, κουκουλώνω, ἐξαπατῶ.
η γαρίδα Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη
Γαμπᾶς /ὁ/ (γόμος, Ἰ. gabbano) = τὸ ἑνιαῖον προϊὸν τῆς κουρᾶς προβάτου ὡς ἀποχωρίζεται ἐν εἴδει ἐπενδύτου.
το κουλούρι του γάμου, πρωτόπλαστο κι αυτό σαν το νυφοκούλουρο. Το έφτιαχναν κι αυτό μεγάλο και περιποιημένο και κεντημένο. Το ΄κοβαν το γιώμα την Κυριακή και έπαιρναν ένα κομμάτι όλοι οι παρευρισκόμενοι στο τραπέζι, για το καλό και έδινα τις ευχές τους. Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του . . . Περισσότερα
μουντζούρα, μαύρη σκουριά από το τηγάνι, και άλλα χαλκώματα. διαπόμπευση. Παροιμίες: “Άντρας ψηλός, απόστολος, κοντός πομπή και γάνα …”, “Κοντή γυναίκα πέρδικα, ψηλή καραμαντάλω”. βρισιά μεταξύ γυναικών: “Μωρή γάνα, μωρή κίσσα” (η γάνα εδώ σημαίνει ανήθικη). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γάνα /ἡ/ (γανάω)(περιπεσὸν εἰς ἀντίθετον ἔννοιαν) . . . Περισσότερα
Γανιάζω (γανάω) = κηλιδώνω, κηλιδώνομαι, λερώνω -ομαι, μουντζουρώνω -ομαι (μετέπεσεν εἰς τὴν ἀντίθετον ἔννοιαν).
Γανούπης -ῳ (γανάω-ωψ) = ὁ ἔχων ἀκάθαρτον ἢ φυσικῶς ἀμαυρὸν πρόσωπον, δύσμορφος.
ἄγκιστρο (ΑΡΧ. γαμψός, BEN. ganzo, IT. gancio).
λερώνω, μαυρίζω, μουντζουρώνω, αλλά έχει και την αντίθετη έννοια: σημαίνει το καθάρισμα και το γυάλισμα χαλκωμάτων: οι πλανόδιοι γανωματήδες ή καλατζήδες (μια φορά κι έναν καιρό …) φώναζαν: “χαλκώματα να γανώσομε …”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γανώζω -νω (γανάω) = κηλιδώνω, ἀμαυρώνω, λερώνω, μουντζουρώνω (μετέπεσεν εἰς . . . Περισσότερα
Γανωματής, ο, ή γανωτής, ο: Ο επαγγελματίας στιλβωτής των μεταλλικών (χάλκινων κυρίως) αντικειμένων. Γάνος-εος, το, είναι η στιλπνότης εκ του ρ. γανάω ή γανόω = γανώνω, στίλβω, λάμπω, απαστράπτω. Σήμερα περιέπεσε στην αντίθετη έννοια του αμαυρώνω, μουτζουρώνω και η γάνα είναι η μαύρη μουτζούρα από τα ξυλοκάρβουνα. βλ. καλατζής
βλ. γανωματής και καλατζής
Γαργαρὸ § τὸ διαυγὲς ὕδωρ, εὐφραῖνον τὸν γαργαρεῶνα (= λάρυγγα), Π. κῂ᾿ ὁπὤβρη γαργαρὸ νερό, θολόνει καὶ τὸ πίνει. Σημ. Ἐκ τοῦ γαργαίρω.
ζήλια, όρεξη. “Στην γωνιά ήταν ένα αυγό για τον πατέρα μου. Γάρδα-γάρδα έκανα για δαύτο”.
οι, παιχνίδια μικρών παιδιών, αστεία
με χειρονομίες γαργαλισμού, κάνω τον άλλο να γελάσει. Τον ψαύω σε ορισμένα σημεία του σώματος. Τον γαργαλίζω. “Μη, γιατί γαργαλιέμαι”. μεταφορικά: “Με γαργαλάει η κοιλιά μου” = πεινάω. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γαρδακηλάω καί γαργακηλάω(κατὰ-κηλέω) = καταθέλγω, προκαλῶ δι’ ἐπιψαύσεων ἰδιάζουσαν φρικίασιν καὶ ἀντανακλαστικὸν γέλωτα, γαργαλίζω, γαργαλάω. . . . Περισσότερα
το ωδικό πουλί καρδερίνα -νι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γαρδέλι /τὸ/ (Ἰ. cardello) = ἀκανθυλλίς, καρδερίνα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
φλυαρώ, αστειολογώ φιλάρεσκα, πιάνω φλύαρες συζητήσεις με σκοπό να περιπαίξω κάποιον ή να του αλλάξω το κέφι προς το καλύτερο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γαρδελλίζω (Ἰ. cardello) = κελαδῶ, ὀαρίζω, φλυαρῶ φιλαρέσκως. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γαρδίνι /τὸ/ (Ἰ. catino) = λεκάνη, τρυβλίον.
είδος μεγάλου λουκάνικου, κάτι σαν σπληνάντερο, γεμισμένο με κιμά, συκώτι, σπλήνες και τρυφερά κομμάτια, κι όλα αυτά καρυκευμένα με κανελογαρύφαλα, σκόρδο, κρεμμύδι, πιπέρι, δεντρολίβανο, και άλλα αρτύματα. πλεξίδα από άντερα αρνίσα λεγόμενη πλεξίδα ή κοτσίδα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γαρδούμπα /ἡ/ (χορδή, χόρδευμα) = πλεξὶς ἀπὸ . . . Περισσότερα
παρακελευστικό του γαϊδάρου. Έτσι σαλαγάμε το γάϊδαρο: “α γουρέ μ΄”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γαρὲ-(μ) = γάϊδαρέ μου (κλητικὴ τῆς λέξεως γάϊδαρος κατὰ συγκοπὴν συλλαβῶν. «ἄ γαρέμ» = «ἄ γάϊδαρέ μου». Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Πιθανόν από το κατεργάρης. Προφέρεται Γαρς, του Γαρ …
Γαριάζω (γάρος) = ρυπαίνω, γλυντσιάζω ἐσώρρουχα μὲ κακὴν πλῦσιν.