Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσακώνω

Τσακώνω (σηκόω; Ἀ. Τ. shάκ, Τ. τσὰκ) = συλλαμβάνω, παγιδεύω. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Με την έννοια του συλλαμβάνω. Σε τσάκωσα (αιφνιδιαστικά), στο τσάκα!. Τσάκα είναι το δόκανο, η παγίδα. Από δω πιθανότατα το ρήμα στην ενεργητική φωνή με την έννοια του πιάνω. Στη μέση φωνή το τσακώνομαι . . . Περισσότερα

τσαλ(ι)μάκ(ι)

Τσαλιμάκ(ι) /τὸ/ (Τ. ταλὶμ) = ἐπιδεξία κίνησις εἰς ἔργον, πάλην ἢ χορόν, χάρις κινήσεων, ἀκκισμός.

τσαλαπατάω

Τσαλαπατάω (τίλος-πατέω, Τ. σαλαπατὴ) = πατῶ καὶ ἀπολακτίζω πρᾶγμα τι ἀδεξίως ἢ περιφρονητικῶς.

τσαλαφὸς -ὴ -ὸ

Τσαλαφὸς -ὴ -ὸ (ἐξ ἀναγραμματισμοῦ τοῦ «τσαφαλὸς») = ἐπιπόλαιος, ἀπερίσκεπτος, τρελλούτσικος.    

τσαμ-τσαμ-τσερελάκια

παιδικό παιγνίδι. Παίζεται ως εξής: Η μάνα παίρνει ένα χαλίκι και το κρατάει σφιχτά στις παλάμες της, ενωμένες όμως. Ύστερα γυρίζει στους γύρω συμπαίχτες της και αγγίζει τις μισάνοιχτες παλάμες τους, ενώ σε κάποια στιγμή αφήνει το χαλίκι στην παλάμη κάποιου και κάνει το ίδιο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος . . . Περισσότερα

τσαμπαρδέλ(ι)

Τσαμπαρδέλ(ι) /τὸ/ (Ἰ. giambare, chiappola) = πρᾶγμα ἀσήμαντον, λῆρος, φλυαρία, ἀστειϊσμός.

τσαμπᾶς

Τσαμπᾶς /ὁ/ (τύμβος; Τ. δζουμπᾶ) = προέχον κάλυμμα, προπέτασμα, προεξοχή.

τσαμπὶ

Τσαμπὶ /τὸ/ (Ἰ. chiappa) = τμῆμα βότρυος σταφυλῆς, κλαδίσκος σταφυλῆς. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Τσαμπί = μικρό σταφύλι ἀπομεινάρι (κωδούνι). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

τσαμπούνα (η)

μικρή τρουμπέτα διαφόρων σχημάτων και ειδών για τα παιδιά. Λέξη ιταλική. Είναι ένα απλούστατος αυλός, που έβγαζε μονότονο και οξύ ήχο. Ήταν άλλοτε αυτοσχέδιες, άλλοτε του εμπορίου. Οι αυτοσχέδιες φκιάνονταν από τα ίδια τα παιδιά και δεν είχαν παρά ένα τμήμα από καλαμιά αθέριστου σιταριού, κριθαριού κ.λπ., που κατάλληλα χρησιμοποιούμενο, . . . Περισσότερα

τσαμπουνάω

λέω φλυαρίες, ο,τι μου κατέβει. “Τι μου τσαμπουνάς εκεί;” παίζω με την τσαμπούνα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσαμπ(ου)νάω (Ἰ. zampognare) = παίζω μὲ τρομπέτταν, φλυαρῶ, μωρολογῶ. «κρένω γώ, τσαμπνάει κι᾿ ἄντρας μ». Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τσανάκα (η)

πήλινο σκεύος, γαβάθα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσανάκα /ἡ/ (Τ. Σ. τσανὰκ) = κύμβη, πήλινος κύαθος, μέτρον γάλατος. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τσανάκι (το)

πήλινο αγγείο ευτελούς αξίας – μικρή γαβάθα μτφ.: άνθρωπος κακόπιστος και ανήθικος. “Αυτός είναι κακό τσανάκι”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσανάκ(ι) /τὸ/ (Τ. Σ. τσανὰκ) = πήλινον εὐτελές ἀγγεῖον, πρόσωπον ἀχρεῖον. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Πήλινο πιάτο των χωρικών. Η φράση “χωρίζουν τα τσαν(ν)άκια . . . Περισσότερα

τσανακογλύφτης (ο)

άνθρωπος κόλακας που ζει σαν παράσιτο, αντί “πινακίου φακής”, αφού προσφέρει χείριστες υπηρεσίες σε ύποπτα πρόσωπα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσανακογλύφτ(η)ς -τρα /ὁ, ἡ/ (Τ. Σ. τσανὰκ-γλύφω ἀντὶ λείχω) = ἄτομον παρασιτοῦν. ἄνθρωπος κόλαξ ἔναντι εὐτελοῦς παροχῆς. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τσανταρόλα (η)

μεγάλη πρόγκα, καρφοβελόνα της βιομηχανίας Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσανταρόλα /ἡ/ (Ἰ. chiodaiuolo) = βιομηχανικὴ καρφὶς (πρόκα) πρώτου μεγέθους. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης τσανταρόλες: (βενέτικες) ἤ ζανταριόλες ἤ τσανταριόλες: μακριά σι­δε­ρέ­νια καρφιά που ἔφθαναν και 30-40 ἑκ. μῆκος, (BEN. chiodariòl, IT. chiodaiuolo). Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά . . . Περισσότερα

τσαντέζιμο (το) καί τσεντέζιμο

νόμισμα του ενός λεπτού, μονόλεπτο, λέγεται και τσεντέζιμο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσεντέζιμο /τὸ/ (Ἰ. centesimo) = τὸ μονόλεπτον, τὸ ἑκατοστόν. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Μια από τις πολλές ιταλικής προέλευσης λέξεις. Είναι λοιπόν το ιταλικό centesimo, το εκατοστό. Στο χωριό το ακούγαμε συνήθως . . . Περισσότερα

τσαντήλα (η)

αραιό πανί με το οποίο στράγγιζαν το πηγμένο γάλα (πηχτόγαλο) προκειμένου να κάμουν τυρί. Την τσαντήλα τη διαμόρφωναν σε μικρή σακούλα και τη κρεμούσαν κάπου. Απ΄ το πηγμένο γάλα έβγαινε το μόγαλο, που κατόπιν το ΄βραζαν και έβγαζαν μυζήθρα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσαντήλα /ἡ/ (Β. . . . Περισσότερα

τσαντσαμίνι (το)

το γιασεμί Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσαντσαμίνι /τὸ/ (Ἰ. gelsomino, Γλ. jasmin) = ἴασμον, γιασεμί. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τσαντσαφέδος (ο)

ο άστατος και επιπόλαιος άνθρωπος, που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσαντσαφέδος /ὁ/ (Ἰ. senza-fede) = ἄπιστος, ἄστατος, ἐπιπόλαιος. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης