Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσαμπούνα (η)

μικρή τρουμπέτα διαφόρων σχημάτων και ειδών για τα παιδιά.

Λέξη ιταλική. Είναι ένα απλούστατος αυλός, που έβγαζε μονότονο και οξύ ήχο. Ήταν άλλοτε αυτοσχέδιες, άλλοτε του εμπορίου. Οι αυτοσχέδιες φκιάνονταν από τα ίδια τα παιδιά και δεν είχαν παρά ένα τμήμα από καλαμιά αθέριστου σιταριού, κριθαριού κ.λπ., που κατάλληλα χρησιμοποιούμενο, έβγαζε κάποιον ήχοοξύ και απροσδιόριστο. Αυτές του εμπορίου ήταν ξύλινες 5-8 εκ. με ένα λαστιχάκι στη μια άκρη, που, τοποθετούμενες στο στόμα, έβγαναν τον ίδο ήχο. Συνηθίζοταν για Πρωτοχρονιάτικο δώρο.

Τότε έβγαιναν στη γειτονιά και τσαμπουνάανε, αναστατώνοντας τις νοικοκυρές.

Πολλές φορές, εφάρμοζαν στο στόμιο της αγοραστής τσαμπούνας, ένα μπαλόνι, αφού το φούσκωναν καλά και έτσι φκιάνανε ένα αυτοσχέδιο άσκαυλο, μια υποτυπώδη δηλ. γκάιντα, που το ρόλο του σκού το έπαιζε το μπαλόνι.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης /

Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη


Τσαμποῦνα /ἡ/ (Ἰ. zampogna, Σικελ. sampugna) = πλαγίαυλος, τρομπέττα, σάλπιγξ.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.