τσανάκα (η)
πήλινο σκεύος, γαβάθα
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσανάκα /ἡ/ (Τ. Σ. τσανὰκ) = κύμβη, πήλινος κύαθος, μέτρον γάλατος.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
πήλινο σκεύος, γαβάθα
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσανάκα /ἡ/ (Τ. Σ. τσανὰκ) = κύμβη, πήλινος κύαθος, μέτρον γάλατος.