Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσατσαροθήκη (η)

πάνινη, λινή ή μπαμπακερή θήκη κεντημένη εξωτερικά σε σχήμα ωοειδές και ενισχυμένη με χοντρό χαρτόνι, για την τοποθέτηση των μέσω χτενίσματος. Τις κρεμούσαν στον τοίχο δίπλα στον κομμό ή στον καθρέφτη. Μερικές είχαν γαϊτανωτή διακόσμηση με κρεμαστές φουντίτσες.

τσάφοι (οι)

οι … ένοχοι λαθροχειρίας, που άδειαζαν τα βάζα με το κυδωνάτο κρυφά, δηλ. τα παιδιά του σπιτιού που έτρωγαν κρυφά το γλυκό Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

τσάχαλο (το)

μικρό ξυλάκι ή σκόνη ή κάτι άλλο που μπαίνει στο μάτι μας και μας ενοχλεί. Για να φύγει το τσάχαλο οι παλιοί κατέφευγαν σε πρόχειρα μέσα. Γιάτρισσα η γυναίκα του σπιτιού ή της γειτονιάς: Βαστούσες ανοιχτό το μάτι σου, σου το φύσαγε τρεις φορές, λέγοντας: “Τσάχαλο στο πέλαγο και ψάρι . . . Περισσότερα

τσεγερέκι

Τσεγερέκι /τὸ/ (Τ. τσεϊρὲκ) = σπλάγχνον σφαγίου προστιθέμενον εἰς τὸ ὀψώ.

τσεγίσι

η έκθεση των προικιών στο σπίτι της νύφης κατά τα “καρφώματα” των ρούχων

τσεδέρω

δίνω κάτι με τη θέληση μου, παραχωρώ με διαθήκη. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσεδέρω /ἀρχ./ (Ἰ. cedere) = παραχωρῶ, ἐκχωρῶ. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τσέκια (σου)

όταν φτερνίζεται κανείς του λέμε: “τσέκια σου” ή “τσέκιασου κι αλήθεια λέω”. Συνήθως την ευχή αυτή (δηλ. περαστικά σου, να έχεις υγεία), τη λέμε όταν φταρνίζεται αβάπτιστο βρέφος. σημαίνει και μπράβο, μάλιστα, να ΄σαι καλά με λίγη ειρωνεία. Λέγεται όταν αποτύχαμε σε κάτι χωρίς τα μέσα που έπρεπε να ΄χομε. . . . Περισσότερα

τσεκίνι ή τζεκίνι ή δουκάτο (το)

το λέγαν και φλωρίνη (φλουρί) και είναι ενετικό νόμισμα. Ένα τζεκίνι = 50 λίρες ενετικές ή 500 γαζέτες ή 1000 σολδία ή 2 ενετικά τάλληρα. Σε χργρφ. του 1745 (κατάστιχο δούναι και λαβείν – Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “Έδωσα και του αναστάσι Χαντζήρη δια χρέγη του μακαρίτη συγγενί μου τζέκίνια . . . Περισσότερα

τσελιγκρός -ή -ό

λεπτόκορμος, ισχνός Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσελ(ι)γκρὸς -ὴ -ὸ (Ἰ. gial/lo-agro) = ὠχροκίτρινος, λεπτοφυής, ἰσχνός. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Τσελιγκρός = ἀδύνατος ἄνθρωπος μέ λεπτοκαμωμένο πρόσωπο. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

τσελίκι (το)

το κόκαλο του μηρού των σφαγίων Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσελίκ(ι) /τὸ/ (σκέλος;Τ. τσελὶκ) = τὸ μηριαῖον ὀστοῦν τῶν σφαγίων. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τσελιμπορδίζω

συμπεριφέρομαι απρεπώς, κάνω τσαλιμάκια, καμώματα. Η λέξη από το τσελίπορδο, που είναι το λεπτό άντερο των αρνοκατσικιών. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσελ(ι)πορδίζω (σιληπορδέω) = φέρομαι ἀνευλαβῶς, ἀκκίζομαι, ἀνταποκρίνομαι μὲ καμώματα. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τσελίπορδο

Τσελίπορδο /τὸ/ (σιληπορδέω) = τὸ λεπτὸν ἔντερον τῶν ἀμνῶν ἢ ἐριφίων τοῦ γάλακτος.

τσέλο

Τσέλο /τὸ/ (Ἰ. celone) = ἑκάτερον ἀπὸ τὰ δύο φύλλα δικτύου (ἐπάνω καὶ κάτω) ποὺ ἀποτελοῦν τὸν σάκκον τῆς τράτας.

τσέντζερ(η)

Τσέντζερ(η) /ἡ/ (Τ. τενδζερὲ) = χαλκίνη χύτρα, κατσαρόλα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Τέ(ν)τζερη ή τσέ(ν)τζερη, η: χάλκινον σκεύος υπό μορφήν κύστεως, κυλίνδρου, για την μεταφορά νερού στο κεφάλι. Εκ του αρχ. ρ. τέγγω –τέγξω -έτεγξα = υγραίνω, βρέχω, και τέγγει = βρέχει. Τέγγω → τέγγερη, τέντζερη.  Κατ’ επέκταση η . . . Περισσότερα

τσέντσερης

μεγάλο στρογγυλό μεταλλικό δοχείο Διον. Δ. Κοντογιώργης – Μια ζωή γεμάτη όνειρα

τσεπέλα

σύνολο συμπιεσμένων ξηρών σύκων, είτε χύμα, είτε περασμένα σε βούρλο. Σε σατιρικό λαϊκό στιχούργημα: “Ακούστε, νιοί και γείτονες, το τ΄ έπαθε μια χήρα: / Το φουστανάκι τς έχασε και λέει πως της το πήρα … αν ίσως και το πήρα εγώ, να κακοθανατίσω. Σε Τούρκων χέρια να πιαστώ και ν΄ . . . Περισσότερα

τσεπελόσυκα

ποικιλία σύκων Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

τσεπόρια ή τσοπόρια (τα)

τα πολύ φτωχά χωράφια, που δεν αποδίδουν στην καλλιέργεια. βλ. τσοπόρα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσοπόρι = ὀρεινό καί ἄγονο ἔδαφος. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

τσεργοῦν(ι)

Τσεργοῦν(ι) /τὸ/ (Τ. σερκὶν) = κλινήρης, κατάκοιτος, ἀσθενής. βλ. καὶ λ. συργοῦνι.