τσαμπαρδέλ(ι)
Τσαμπαρδέλ(ι) /τὸ/ (Ἰ. giambare, chiappola) = πρᾶγμα ἀσήμαντον, λῆρος, φλυαρία, ἀστειϊσμός.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Τσαμπαρδέλ(ι) /τὸ/ (Ἰ. giambare, chiappola) = πρᾶγμα ἀσήμαντον, λῆρος, φλυαρία, ἀστειϊσμός.