τσακώνω
Τσακώνω (σηκόω; Ἀ. Τ. shάκ, Τ. τσὰκ) = συλλαμβάνω, παγιδεύω.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Με την έννοια του συλλαμβάνω.
Σε τσάκωσα (αιφνιδιαστικά), στο τσάκα!. Τσάκα είναι το δόκανο, η παγίδα. Από δω πιθανότατα το ρήμα στην ενεργητική φωνή με την έννοια του πιάνω. Στη μέση φωνή το τσακώνομαι σημαίνει διαπληκτίζομαι, μαλώνω. Είμαι τσακωμένος.
Υπάρχουν και άλλες ετυμολογίες, όπως το μεσαιωνικό τσακί(ον), ο σουγιάς κ.λπ. (βλ. Ανδριώτη).
Το σηκώο του Λάζαρη, άσχετο. Και το “τσακ” (στη στιγμή) το ίδιο.
Το “τσάκα” είπαμε, φαίνεται πιθανότερο. Με τον Ανδριώτη συμφωνούν Κακριδής και Μπαμπινιώτης.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης