Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τριχιά (η)

το μακρύ σκοινί του σαμαριού καμωμένο από τραγόμαλλο ή από υλικά του εμπορίου. “Παρά τρίχα μια τριχιά”, δηλ. παρά λίγο να κάμομε γερή δουλειά, να το πετύχομε.

τριψάνα

“Οι παίδες ποιούμενοι είδος τι συνεταιρισμού (ελάτε να φτιάσουμε τρίψανα), φέρουν έκαστος ολίγον άρτον τον οποίον τρίνοντες εντός αγγείου, απογεύονται” ( από το Γλωσσάριο Γ.Χ. Μαραγκού, 1875). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τριψάνα. Οἱ παῖδες ποιούμενοι εἶδός τι συνεταιρισμοῦ (ἐλᾶτε νὰ φτιάσουμε τριψάνα), φέρουσιν ἕκαστος ὀλίγον ἄρτον, τὸν . . . Περισσότερα

τρογύρα

Τρογύρα (Ἰ. tra-γῦρος) = πέριξ, τριγύρω. /ἡ/ = περιφορὰ δι’ οἰκιακὰς ἐργασίας, ἐνασχόλησις, εὐθέτησις. «ἡ τρογύρα τοῦ σπιτιοῦ».

τρογυρίστρα (η)

η γυναίκα που γυρίζει σε γειτονικά ή άλλα σπίτια για κουτσομπολιό μόλυνση σε δάχτυλο του χεριού μας, παρονυχίτιδα που προξενούσε φοβερούς πόνους. Θεραπευόνταν με ρεμέντια: α) πότιζαν ένα γαλάζιο πανί με λάδι κι αφού το θέρμαιναν καλά, το ΄βαναν απάνω. β) με ψητό κρεμμύδι, στο οποίο έτριβαν σαπούνι μπουγάδας. Λεξικό . . . Περισσότερα

τρογύρου (επίρρ.)

γύρω, τριγύρω, εδώ κι εκεί. – “Πού είναι, παιδί μου, η μάνα σου; – Εδώ τριγύρου, πάει, ‘λογογυρίζει στη γειτονιά”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τρογύρου (Ἰ. tra-γῦρος) = πέριξ, ὁλόγυρα, ἐδῶ κι’ ἐκεῖ. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τρόκολο (το)

ξύλινη χειροκίνητη συσκευή στειψίματος των τσίπουρων. Παλιότερα το έλεγαν και στείψη. Στήνεται ( ή μάλλον στηνόταν) στο κατώγι του σπιτιού, συνήθως, ή σε άλλο κατάλληλο και πρόσφορο χώρο. Αποτελούνταν: α) από δύο κολόνες όρθιες, τους ορτούς, που στην κορυφή τους έμπαινε ξύλινο πλατύ επιστύλιο, η πλάντρα. β) το βαρέλι μέσα . . . Περισσότερα

τρόμπα (η)

Έχει τις εξής σημασίες: α) αντλία υγρών β) δυνατή βροχή γ) ο σίφουνας, ο κυκλώνας Στις δυο τελευταίες περιπτώσεις γινόταν η μαγγανεία του καρφώματος. Κάρφωναν τη δυνατή βροχή  – όπως και το χαλάζι – και το σίφουνα με μαυρομάτικο μαχαίρι πάνω σε κορμό δέντρου ή σε κατάρτι καραβιού, αν ήταν . . . Περισσότερα

τρομπόνι (το)

φορητό όπλο μ. 50-60 εκ., πιο μικρό απ΄ το τουφέκι Η κάνη του στην άκρη ήταν ανοιχτή σε σχήμα χωνιού ή σάλπιγγας. Δεν είχε μεγάλη ακτίνα δράσεως. όσο για τα βλήματα του αποτελούσαν γέμισμα από διάφορα υλικά, γυαλιά, βόλια, καρφιά, μικρά κομμάτια σίδερο κ.ά. Το τρομπόνι ήταν όπλο των καραβιών, . . . Περισσότερα

τροπὸς

Τροπὸς /ὁ/ (τροφόεις) = εὐτραφής, ὁλοστρόγγυλος: «εὐτὸς ὁ τροπός», «εἶναι σἂν τροπός». Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Τροπός, § ὁ αὔλαξ τοῦ ἐν τοῖς ἐλαιοτριβείοις πιεστηρίου, ὅθεν καταρρέει τὸ ἔλαιον εἰς τὴν σκάφην. Σημ. Ἐκ τοῦ τρέπω, ὅθεν τροπὴ = ἡ καμπή, καθ᾿ ὅτι ὁ αὔλαξ καμπτόμενος κυκλικῶς ὁδηγεῖ τὸ . . . Περισσότερα

τροπώνω

η λέξη χρησιμοποιείται στο ράψιμο των ρούχων από τους ράφτες και μοδίστρες και σημαίνει: ράβω πρόχειρα ώσπου να δώσω στο ρούχο μια οριστική μορφή Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τροπώνω (τρύω, τρυπάω) = ράπτω ἀραιῶς καὶ προχείρως πρὸς διευκόλυνσιν τῆς ὁριστικῆς ραφῆς, τρυπώνω. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος . . . Περισσότερα

τρουλίδα (η)

φλύαρο πουλί με μακριά και αδύνατα πόδια (κωλοβάμονα πτηνά) ο ασίγαστος, ο φλύαρος άνθρωπος. “Φευγάτε από δω, μωρέ τρουλίδες, μου πήρατε τα μυαλά … ” “Σου ‘ναι αυτή μια τρουλίδα …, άμα σε πιάσ΄ στην κουβέντα δε σ΄ αφήνει άλλο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τρο(υ)λίδα /ἡ/ . . . Περισσότερα

τροχάλι (το) και τρόχαλος

μικρές πέτρες, χαλίκια του γιαλού, πολλά μαζί κι ατελείωτα συμμαζεμένα. Άγγ. Σικελιανός, Αλαφρ. 937: “Κι ως γλίστραγε, των χαλικών / τον τρόχαλο ξεσέρνοντας …” όχθος, απότομο κόψιμο του εδάφους “τρόχαλος εκ των λίθων γύρος του άλωνος” (Γ.Χ.Μαραγκός) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τροχάλ(ι) /τὸ/ (τραχαλὸς_ = μικρὰ . . . Περισσότερα

τρυγοκάλαθο (το)

κοινό καλάθι, καλαμένιο ή βέργινο, πλεχτό από λουρίδες καλαμιών, ή βέργες λυγαριάς, με χερούλι ημικυκλικό. Μέσα σ΄ αυτό – εκτός από άλλες χρήσεις – έβαναν τα σταφύλια, καθώς τα ΄κοβαν από το κλήμα και τα άδειαζαν έπειτα στα κοφίνια ή και στις προβιές, για τη μεταφορά τους στο σπίτι. Σε . . . Περισσότερα

τρυπητήρι

κατασκευαζόταν από κόκκαλα ζώων που είχαν αιχμή για να τρυπούν το δέρμα με το οποίο έφτιαχναν τα λουροτσάρουχα

τρυποκάρυδο (το)

μικροσκοπικό πουλί, άλλως τρυποφράχτης ο άνθρωπος που ψάχνει και βρίσκει τα “καλούδια” που φυλάει κρυφά η μάνα. “Είσαι συ ένα τρυποκάρ΄δο, ο,τι και να φυλάξω και μες στ΄ ατρύπιο κολοκύθι, το βρίσκεις. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τρυποκάρ(υ)δο /τὸ/ (τρύω, τρυπάω-κάρυον) = τὸ μικροσκοπικὸν πτηνὸν τροχίλος, τρωγλοδύτης, . . . Περισσότερα

τρυπώνω

Τρυπώνω (τρύω, τρυπάω) = ἐγκρύπτω, ἐγκρύπτομαι, ράπτω ἀραιῶς καὶ προχείρως πρὸς διευκόλυνσιν τῆς ὁριστικῆς ραφῆς. βλ. και τροπώνω

τρωγάδα (η)

το δρολάπι, η ανεμοθύελλα, μεγάλη τρικυμία ΒΑΛ. Φωτεινός, Β΄:”Α ταύρηκε η Τρωάδα τ΄αχαρα χελιδόνια μου …!”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τρωγάδα (τρύω, τρύχω) = θύελλα τοῦ Βορρᾶ, χιονοθύελλα. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τρωγούρα (η)

φαγούρα, κνησμός Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τρωγοῦρα /ἡ/ (τρύω, τρύχω) = κνησμός, φαγοῦρα, ξυσμάρα. (τρώγω) = τὰ πρὸς διατροφὴν ἐπί τινα χρόνον ἀναγκαιοῦντα τρόφιμα. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τρώει τὰ σίδερα (φράση)

«Η σκύλα τρώει τα σίδερα … » (σελ. 306, Φωτεινός, ΑΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟΝ). Φράσις = μαίνεται, εἶνε φοβερὰ ἐξαγριωμένη, φοβερὰ ἀνήσυχος

τσ΄γί (το)

μέρος της λιναρίσιας σφεντόνας που δεν πλέκεται, αλλά περισσεύει ως θύσανος. Αυτό επιτελεί πρακτικούς σκοπούς που διευκολύνουν την εκσφενδόνιση και καθώς εκσφενδονίζεται η πέτρα ακούγεται ένας οξύς συριγμός. (τσγί) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσιγὶ /τὸ/ (σίζω, σίγειον) = ἡ θυσανωτὴ ἀπόληξις τῆς λινῆς σφενδόνης. Τα Λευκαδίτικα . . . Περισσότερα