Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσανάκι (το)

  1. πήλινο αγγείο ευτελούς αξίας – μικρή γαβάθα
  2. μτφ.: άνθρωπος κακόπιστος και ανήθικος. “Αυτός είναι κακό τσανάκι”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τσανάκ(ι) /τὸ/ (Τ. Σ. τσανὰκ) = πήλινον εὐτελές ἀγγεῖον, πρόσωπον ἀχρεῖον.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Πήλινο πιάτο των χωρικών. Η φράση “χωρίζουν τα τσαν(ν)άκια μας” σημαίνει μεταφορικά “παίρνω διαζύγιο” ή γενικά “χωρίζουμε απ΄ οτιδήποτε κοινό, περιουσία κ.λπ.
Ετυμολογικά είναι “αντιδάνειο” από ο τουρκικό canak. Μπαμπινιώτης.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.