τσανάκι (το)
- πήλινο αγγείο ευτελούς αξίας – μικρή γαβάθα
- μτφ.: άνθρωπος κακόπιστος και ανήθικος. “Αυτός είναι κακό τσανάκι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσανάκ(ι) /τὸ/ (Τ. Σ. τσανὰκ) = πήλινον εὐτελές ἀγγεῖον, πρόσωπον ἀχρεῖον.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Πήλινο πιάτο των χωρικών. Η φράση “χωρίζουν τα τσαν(ν)άκια μας” σημαίνει μεταφορικά “παίρνω διαζύγιο” ή γενικά “χωρίζουμε απ΄ οτιδήποτε κοινό, περιουσία κ.λπ.
Ετυμολογικά είναι “αντιδάνειο” από ο τουρκικό canak. Μπαμπινιώτης.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης