Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσάπα

Τσάπα /ἡ/ (Ἰ. zappa) = ἀξίνη σκαψίματος μὲ ἐπιμήκη ἀκμὴν (ἐγκαρσίαν).

τσαπαλίζω

Το λέμε για κάποιον που ξέρει λίγα πράγματα από κάτι. Για παράδειγμα, προκειμένου για γλωσσομάθεια, λέμε τσαπαλίζει λίγα αγγλικά, ενώ στην ουσία δε γνωρίζει σχεδόν τίποτα. προφανώς ο ιδιωματικός για το χωριό αυτός τύπος είναι ο γνωστός τσαπα(τσου)λίζω, που προέρχεται από το τσαπατσούλης (ουσιαστικό θηλυκό τσαπατσουλιά) κι αυτό από το . . . Περισσότερα

τσαπάρι (το)

μάλλινη εγχώρια ταινία, που την έραβαν στην ούγια του φουστανιού, ολόγυρα, της παραδοσιακής λευκαδίτικης φορεσιάς. Το τσαπάρι έχει πλάτος 0.01 εκ και στο ράψιμο διπλώνεται και πάει μισό μέσα, μισό απ΄ έξω. Τσαπάρι ράβουν και στην ούγια της ποδιάς. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσαπάρ(ι) /τὸ/ (σῦφαρ, . . . Περισσότερα

τσαπατσούλης -ω

ο μη επιτήδειος στις δουλειές του, ο απρόσεχτος κι αδιάφορος. “επήραμε το μάστορα να μας φκιάσει την πόρτα, αλλά είναι τσαπατσούλης και δεν έκαμε καλή δουλειά. Αυτός γιε μου, είναι για χοντροδουλειές …”. – “Αυτό το παιδί, είναι τέλεια τσαπατσούλης, δεν ξέρει που βάνει τα πράγματά του, εδώ κι εκεί . . . Περισσότερα

τσαπερδόνα (η)

η πεταχτή και ζωηρή κοπέλα – αρέσκεται στα στολίδια, στις βόλτες και συχνά γίνεται προκλητική στους άντρες. “Σου είναι αυτή μια τσαπερδόνα …”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσαπερδόνα /ἡ/ (Ἰ. super, sopra-donna) = χαριτωμένη, ζωηροῦλα, καμωματοῦ. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Τσα(μ)πε(α)ρδόνα. Η πεταχτούλα, παιχνιδιάρα. . . . Περισσότερα

τσαπί (το)

εδώ παίρνομε το τσαπί ως μέτρο επιφάνειας, εκτάσεως. Έλεγαν οι παλιοί: “αυτό το αμπέλι είναι εφτά τσαπιών” και εννοούσαν πως χρειάζεται 7 εργάτες – 7 μεροδούλια – για να σκαφτεί σε μια μέρα. Σε προικοσ. του χωριού Βουρνικά (ιδιωτικό) 11 Ιουνίου 1825 διαβάζομε: “Το αμπέλι εις την Λίμνην, τζαπιών τεσσάρων, . . . Περισσότερα

τσαπόνι (το)

λέγεται και μεσοτσάπι. Είναι στενόμακρο με πλατιά κοφτερή κόψη και μ΄ αυτό κόβουν τις ρίζες και τα ριζάκλα των θάμνων. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσαπόνι = βαρύ καί κοφτερό σκαπάνι. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

τσαπράζι (το)

ασημένια ή επίχρυσα νομίσματα που συνδέονται με αλυσιδίτσες και τα φορούν στο στήθος σε τοπικές ενδυμασίες. Στη λευκαδίτικη λαϊκή φορεσιά δε συνηθίζονταν παρά σε σπάνιες περιπτώσεις. Τα ΄βαναν όμως οι άντρες στα παραδοσιακά γιλέκα τους, χρησιμοποιώντας μάλιστα νομίσματα με αλυσίδες, αντί άλλων κοσμημάτων. Σε προικοσ. του 1697, βρίσκομε: “Τσαπρόζια ασημένια . . . Περισσότερα

τσαρκαμέντο

έντονο ψάξιμο, αναζήτηση, συνήθως κρυφά που γίνεται από παιδιά, σε μέρη του σπιτιού ή μπαούλα

τσαρκαρεύω

ψάχνω κάτι να βρω ανάμεσα σε άλλα πράγματα και το κάνω κρυφά. “Τι τσαρκαρεύεις εκεί, η αφεντιά σου;”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσαρκαρεύω -άρω (Ἰ. cercare) = ἐρευνῶ κρυφίως, ψάχνω νὰ εὕρω. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Τσαρκαρεύω = ἐρευνῶ μέσα σέ ἄλλα πράγματα νά βρῶ . . . Περισσότερα

τσαρκνιά (η)

πολλά παιδιά μιας οικογένειας. Πολύτεκνη οικογένεια. “Μια τσαρκνιά παιδιά έχει, η Χριστιανή μου” σύνολο ξένων παιδιών και ανεπιθύμητων. “εμαζευτήκανε μια τσαρκνιά γυφτόπουλα και διακονεύουν. Σε ποιο να πρωτοδώσεις;

τσάρκος

Τσάρκος /ὁ/ (ζῷον-ἕρκος; Ἰ. cerchia) = περίφραγμα, διαμέρισμα ἐγκλείσεως τῶν θηλαζόντων ἀμνῶν ἢ ἐριφίων ὅταν τὸ ποίμνιον ἐξέρχεται πρὸς βοσκήν. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Τσάρκος, § ἰδ. ζάρκος. Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

τσάρπα

Τσάρπα /ἡ/ (Ἰ. ciarpa) = σκεῦος βεβλαμμένον ἢ ραγισμένον, ἀγγεῖον ποτισμοῦ τῶν ὀρνίθων.

τσαρπαχείλης -ω

εκείνος του οποίου τα χείλη δε λειτουργούν κανονικά λόγω κατασκευής ή τραύματος. Όταν π.χ. τρώγει του πέφτει ύλη φαγητού ή ποτού. Λέγεται και τσαρπάχειλος. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσαρπαχείλ(η)ς -ω /ὁ, ἡ/ (Ἰ. ciarpa-χεῖλος) = ὁ ἔχων κακόσχημα χείλη. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τσαρπετσούκαλο (το)

σκεβρωμένο, παλιό και άχρηστο σκεύος. “εμάζεψες όλα τα τσαρπετσούκαλα, τι να τα κάμεις;” – “έβαλα σ΄ ένα τσουβάλι όλα τα τσαρπετσούκαλα για πέταμα, ν΄ αδειάσει κι ο τόπος”.

τσατίλι (το)

σκεύος για να βγάνουμε νερό απ΄ τα πηγάδια, κοινώς λάτα, κουβάς Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσατίλ(ι) /τὸ/ (Ἀ. Σάτλ, Τ. σιτὶλ) = σκεῦος ἐκ γαλβανισμένου μετάλλου πρὸς ἄντλησιν ὕδατος ἐκ φρέατος, κουβᾶς. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τσατμάς (ο)

εσωτερικά χωρίσματα του σπιτιού με σκελετό από καδρόνια και με δέσιμο από καλάμια και σπάρτα. Εξωτερικά μπαίνει μύστρισμα με αμμοκονίασμα.

τσάτρα-πάτρα (επίρρ,)

λεξιλογικά σημαίνει καλή προφορά της γλώσσας, ελλιπής γνώση αυτής. “Ξέρει λίγα ελληνικά, “τσάτρα πάτρα”. ανακατεμένα πράγματα. “Τα ΄καμες τσάτρα πάτρα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσάτρα-πάτρα (Τ. πάτρα-τσάτρα, Σ. dshadra) = κουτσὰ στραβά, μὲ σπασμένον λεξιλόγιον, φύρδην μίγδην. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τσάτσα (η)

η αδερφή. “ε, αρή τσάτσα, τι κάν΄ς αυτού;” – “ε, αρή τσάτσα, δε μ΄ ακούς;”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσάτσα, τσατσὰ /ἡ/ (τάτα, τυτοὸς) = ἡ ἀδελφή. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Σε μας αδερφή. Οι λεξικογράφοι πιθανολογούν η λέξη να προέρχεται “από την αναδίπλωση . . . Περισσότερα

τσατσαμάρα ή -ω

είδος αράχνης που φκιάνει τη φωλιά της στο έδαφος. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσατσαμάρα /ἡ/ (Ἰ. zanzare) = ἡ ἀράχνη ἡ νεμέσια (ζῶσα ἐντὸς σωληνοειδοῦς φωλεᾶς ὀρυσσομένης εἰς τὸ ἔδαφος). Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τσάτσαρη, ή τσατσάρα (η)

η χτένα των μαλλιών Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσατσάρα καί τσάτσαρ(η) /ἡ/ (Ἰ. zazzera) = χτένα καλλωπισμοῦ, χτενάκι. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης