απάγκειο (το)
το μέρος που δεν προσβάλλεται απ΄ τον αγέρα, το κρύο και τη βροχή. Οι ναυτικοί όταν έχει νηνεμία λένε: “Έχει απάγκειο σήμερα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Απάγκιος, ο απάνεμος. Η πρόθεση από και άγκος, απάνεμος. Εσφαλμένη η γραφή με ει. Λέμε: “καθόμαστε εδώ, που απαγκιάζει, δεν το πιάνει ο αέρας. Από το “‘αγκος” και η άγκυρα, αγκαλιά κ.ά. (Μπαμπινιώτης).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
βλ. και ἀπάγειο