τσαντήλα (η)
αραιό πανί με το οποίο στράγγιζαν το πηγμένο γάλα (πηχτόγαλο) προκειμένου να κάμουν τυρί. Την τσαντήλα τη διαμόρφωναν σε μικρή σακούλα και τη κρεμούσαν κάπου. Απ΄ το πηγμένο γάλα έβγαινε το μόγαλο, που κατόπιν το ΄βραζαν και έβγαζαν μυζήθρα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσαντήλα /ἡ/ (Β. τσεdίλο) = σακκίδιον ὀθόνης πρὀς ἀποστράγγισιν νεοπήκτου τυροῦ.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης