Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσαντήλα (η)

αραιό πανί με το οποίο στράγγιζαν το πηγμένο γάλα (πηχτόγαλο) προκειμένου να κάμουν τυρί. Την τσαντήλα τη διαμόρφωναν σε μικρή σακούλα και τη κρεμούσαν κάπου. Απ΄ το πηγμένο γάλα έβγαινε το μόγαλο, που κατόπιν το ΄βραζαν και έβγαζαν μυζήθρα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τσαντήλα /ἡ/ (Β. τσεdίλο) = σακκίδιον ὀθόνης πρὀς ἀποστράγγισιν νεοπήκτου τυροῦ.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.