τσαμπουνάω
- λέω φλυαρίες, ο,τι μου κατέβει. “Τι μου τσαμπουνάς εκεί;”
- παίζω με την τσαμπούνα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσαμπ(ου)νάω (Ἰ. zampognare) = παίζω μὲ τρομπέτταν, φλυαρῶ, μωρολογῶ. «κρένω γώ, τσαμπνάει κι᾿ ἄντρας μ».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης