Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσ(ι)μπάω

Τσιμπάω (Ἰ. cibare) = τρώγω προχείρως ἐκ τῶν ἑνόντων, ραμφίζω, κεντρίζω.

τσ(ι)πούν(ι)

Τσ(ι)πούν(ι) /τὸ/ (Τ. ζηπούν, Σ. zubun, Γλ. jupon) = ὑποχιτώνιον, γυναικεῖον ἐσώρουχον τοῦ θώρακος.

τσ(ι)τώνω

Τσ(ι)τώνω (τιταίνω; σιτέω -ῶ, Σ. σιτὶμ) = χορταίνω, παραγεμίζω, φουσκώνω.

τσ(ου)λώνω

Τσουλώνω (σιλλαίνω) = κινῶ τὰ ὦτα ἀνησυχητικῶς, ὑποπτεύομαι. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Τσουλόνω § τεντόνω· λέγ. κυρ. ἐπὶ τοῦ ὄνου, ὅταν τεντόνῃ τὰ ὦτα. Σημ. Ἐκ τοῦ τυλόω (Σύλλ. 11, 14, 44). Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

τσαβαγιαμέντο (το)

ανισορροπία, παραλογισμός. ρήμα: τσαβαγιάρω Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσαβα(γ)ιαμέντο (Ἰ. chiavaiamento) = ἀνισορροπία, παράνοια. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης βλ. τσαβαριαμέντο

τσαγγαρίτ(ι)κος -η -ο

Τσαγγαρίτικος -η -ο (Λ. zancha, zanga, Βζ. τσαγγίον) = εἶδος ὑποδήματος, (τσαγγάρης) = ὑπόδημα χειροποίητον καλῆς τέχνης.

τσαγγίζω ή τσαγγώνω

αποκτώ γεύση τσαγγή, πικρόξινη (κυρίως για τα λάδια και τα λίπη). Το αποτέλεσμα του τσαγγίζω = τσαγγίλα και αυτό που έχει τσαγγή γεύση λέγεται τσαγγό, λάδι τσαγγό, φαγητό τσαγγό κ.λπ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσαγγίζω (τάγγω -ίζω) = παθαίνω ἀλλοίωσιν γεύσεως καὶ ὀσμῆς λόγῳ ὑπερζυμώσεων (ἐπ’ . . . Περισσότερα

τσαγγίλα

Τσαγγίλα /ἡ/ (τάγγω -ίασις) = ἡ λόγῳ ὑπερζυμώσεως ἀλλοίωσις γεύσεως καὶ ὀσμῆς ἐλαιωδῶν, λιπαρῶν καὶ ἁλιπάστων.

τσαγγὸς -ὴ -ὸ

Τσαγγὸς -ὴ -ὸ (τάγγω -ίζω) = ἠλλοιωμένος τὴν γεῦσιν καὶ τὴν ὀσμὴν λόγῳ ὑπερζυμώσεων (ἐπ’ ἐλαιωδῶν, λιπαρῶν καὶ ἁλιπάστων).

τσαγκαρόσουβλο ή τσαγκαρόσ΄φλο (το)

το σουβλί, τρυπητήρι, του τσαγκάρη Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσαγγαροσοῦβλ(ι) -όσουβλο /τὸ/ (Λ. zancha, zanga, Βζ. τσαγγίον, Λ. subula) = τὸ τρυπητῆρι τοῦ ὑποδηματοποιοῦ. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τσαγκουλιέρης

“Επάγγελμα” που ούτε την ακριβή εποχή της παρουσίας του γνωρίζουμε, αλλά ούτε καν για την ίδια την ύπαρξη του είμαστε βέβαιοι. (…) Ο τσαγκουλιέρης φτάνει μέχρι εμάς, πολύ αμυδρά, μέσα από σκώμματα ή χαριτολογήματα, που λέγονταν για να περιπαίξουν τους κατοίκους της πόλης. Θεωρούμε υποχρέωσή μας να το καταγράψουε, όπως . . . Περισσότερα

τσάγκρος

ο, πήδημα με γδούπο, με θόρυβο εξαιτίας βίαιης προσεδάφισης βλ. και τσαγκράω

τσάζω

βγάζω ενοχλητικές φωνές σε χαμηλό τόνο, διαμαρτύρομαι κλαίοντας. Συνήθως αυτό συμβαίνει στα παιδιά, που τα παρατηρήσαμε έντονα. “μην τσάξεις, κακομοίρη μου, θα φας κι άλλες”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσάζω (σίζω, ἠχητ.) = ἐκβάλλω ἔναρθρον ἡμίφωνον ἦχον «τς… τζ…». «μὴν τσάξης». Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης . . . Περισσότερα

τσακίζω

Τσακίζω § θραύω. Σημ. Ἡ λ. πεποιημένη. Ἐκ τοῦ ἀκκίζω μεταθέσει τοῦ κ κακίζω, τροπῇ δὲ τοῦ κ εἰς τσ τσακίζω (Σύλλ. 44). Ὁ Φώτιος λ. ἀκκίσματα = τσακίσματα (Ἐπιστ. σ. 436)· κακῶς λοιπὸν ὁ Βυζ. παράγει ἐκ τοῦ λακίζω καὶ κακῶς γρ. μὲ διπλοῦν κ τσακκίζω.

τσάκισμα και τζάκισμα (το)

σπάσιμο ποδιού, χεριού κ.λπ. Λέμε: “Αυτός ετσακίστηκε, έπεσε δα, από τα ποδάρια του”. Την αποκατάσταση και το κόλλημα των οστών αναλάμβαναν οι λαϊκογιατροί ή γιάτρισσες, που χρησιμοποιούσαν γι΄ αυτό το σκοπό το γνωστό ανακόλλι. Υπήρχαν όμως κι άλλοι τρόποι πιο αποτελεσματικοί. Συνταγή: “Όταν τζακισθεί κανένα μέλος του ανθρώπου, ή χέρι . . . Περισσότερα

τσάκνα

Τσάκνα /ἡ/ (κνίσσα) = ἡ τσίκνα, ἡ ὀσμὴ ψηνομένου κρέατος, αἰθάλη, καπνιά.

τσάκνο

Τσάκνο /τὸ/ (Τ. τσὰκ) = φρύγανον, σαθρὸν καὶ εὔθραυστον ξυλάριον.

τσακτσίρα (η)

μάλλινο χοντρό παντελόνι του αργαλειού, με πτυχές κι βρακοζώνι στη μέση. Φοριόταν από τους κτηνοτρόφους κυρίως και μάλιστα με τσαρούχια. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσακτσίρα /ἡ/ (ἀναξυρίς, Τ. τσαξῦρι, Σ. τσακσίρε) = πτυχωτὴ περὶ τὴν ὀσφὺν καὶ ἐφαρμοστὴ περὶ τὰς κνήμας περισκελὶς τῆς ἐγχωρίας ἀνδρικῆς ἀμφιέσεως, . . . Περισσότερα