Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σοτόκ(ου)πα

Σοτόκουπα /ἡ/ (Ἰ. sotto-coppa, κύπη)  = ὑποκύπελλον, ὑπόθεμα τοῦ ποτηρίου, πιατάκι τοῦ καφέ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.