Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλα τα λήμματα από Λεξικό Ηλία Π. Γαζή

φελάω

αξίζω, έχω αξία, χρησιμεύω “δε φελάς” = δεν αξίζεις – “το φαΐ σήμερα δε φελάει καθόλου”. Γενικά το ρήμα απαντάει αρνητικά. Δε λέμε “φελάω-φελάει”, αλλά “δε φελ…” και το λέμε για χίλιες δυο περιπτώσεις, για υφάσματα, ανθρώπους, φαγώσιμα κ.λπ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φελάω (ὠφελῶ) = . . . Περισσότερα

φελέρι

Φελέρ(ι) /τὸ/ (φιλέω;) = κυανέρυθρος ποικιλία σταμφυλῆς, φιλέρι. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Φελέρι = ποικιλία σταφυλιῶν. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

φλοκί (το) και φλωκί

τούφα μαλλιών προβάτου, κυρίως, αλλά και λιναριού και μπαμπακιού. Ακόμη το φλοκί λέγεται και για γυναικεία ή αντρικά μαλλιά “του έκοψε ένα φλοκί μαλλιά” – “θα σου ξεκολλώσω τα μαλλιά σου φλοκί-φλοκί” (απειλή) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φλοκὶ /τὸ/ (Λ. floccus) = μαλλός, γνάφαλον, μικρόλημμα ἐρίου, . . . Περισσότερα

φόγιο (το)

δυσμενής κατάσταση, πάθημα, ατύχημα, έκτακτο περιστατικό. “Αυτό είναι μεγάλο φόγιο, που μας ηύρε” – “Ω, φόγιο!”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φόγιο /τὸ/ (Ἰ. fuoco; fuggire) = καταδίωξις, καταπόνησις, ταλαιπωρία, λαχτάρα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Φόγιο = κάτι πού δέν ξανάγινε ποτέ, θά πάει φογιό! Θά . . . Περισσότερα

φουρδακλᾶς

Φουρδακλᾶς βλ. λ. φορδακλᾶς. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Φουρδακλᾶς = βάτραχος. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

φουρκί (το)

η απόσταση από την άκρη του δείχτη του χεριού μας ως την άκρη του αντίχειρα. Το άνοιγμα αυτό έχει σχήμα φούρκας. Μτφ.: μικρή απόσταση, μικρή έκταση γης. “ένα φουρκί τόπος είναι” – “πιάστηκε για ένα φουρκί τόπο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φουρκὶ /τὸ/ (Ἰ. forca -io) . . . Περισσότερα

φουρναριό (το)

το μέρος που είναι τοποθετημένος ο οικογενειακός φούρνος. τοπωνύμιο: Φουρναριό στην περιοχή Καβάλλου. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φουρναριὸ /τὸ/  (Ἰ. forneria) = τὸ ὑπόστεγον ἢ διαμέρισμα ὅπου εἶναι ὁ κλίβανος τῆς οἰκίας καὶ ἡ ἑστία τῆς πλύσεως. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Φουρναριό = τό ὑπόστεγο . . . Περισσότερα

φουσκοῦνι

Φ(ου)σκοῦν(ι) /τὸ/ (Ἰ. vasca -one; flusculo;) = ὑγροχαρὴς ποικιλία τοῦ χόρτου μίνθη, ἡδύοσμος ὁ γλήχων, γληφῶνι, βληχοῦνι, φλησκοῦνι. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Φουσκούνι = τό φλισκούνι. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

φριγαδέλι

Φριγαδέλ(ι) /τὸ/ (φρύγω, Ἰ. fegato-ello) = συκωτάκι ψηνόμενον εἰς τεμάχια περιτυλιγμένα μὲ ἐπίπλουν «πάναν». Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Φριγαδέλια = ἐκλεκτοί μεζέδες πού παρασκευάζονται ἀπό τά συκωτάκια καί τά γλυκάδια ἀμνοεριφίων καί ψήνονται σέ ὀβελίσκους. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

φρόκαλο (το)

ακαθαρσίες, κόπρανα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φρόκαλο /τὸ/ (ψύρω-κᾶλον) = προϊὸν σαρώματος, ἀκαθαρσία, κόπρανον. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Φρόκαλα = ἀκαθαρσίες, ἀποπατήματα. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

φρουμάζω και φρομάζει ἐφρόμαξε

λέγεται για τα άλογα, κυρίως, που όταν αναστατωθούν ξεφυσάνε τα ρουθούνια τους θορυβωδώς “τ΄ άλογο φρουμάζει, κάτι το κεντάει, φαίνεται”. ΒΑΛ., Αθ. Διάκος, Γ΄”Ακούσανε που εφρούμαζε συχνά συχνά η Αστέρω, / σαν κάτι να ΄θελε να πει κι εχτύπαε το ποδάρι …”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης . . . Περισσότερα

φτενὸς -ὴ -ὸ

Φτενὸς -ὴ -ὸ (εὐ-τείνω, φθίνω) = λεπτός, ἰσχνός. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Φτενό = πολύ λεπτό πρᾶγμα (φτενή φέτα ψωμιοῦ). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

χαβάνι (το)

ο γουδί, ξύλινο, πέτρινο ή και μεταλλικό σκεύος. Χρησίμευε για να τρίβουν ή να πολτοποιούν  διάφορα υλικά, καρπούς, καρυκεύματα, σκόρδα κ.ά. Απαραίτητο εξάρτημα του χαβανιού είναι το γουδοχέρι ή κοπανέλι. Τα ξύλινα γουδιά τα ΄λεγαν επικρατέστερα καυκιές. Σε καταμετρήσεις περιουσιών (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) βρίσκομε: 1751, Νο 175: “κοπανέλι ένα οπού . . . Περισσότερα

χαβί (το)

το γκέμι, το χαλινάρι του αλόγου Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χαβὶ /τὸ/ (κημός, χάω, Λ. habere) = χαλινός, γκέμι, καπίστρι. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Χαβί = τό δέσιμο τοῦ κάτω σιαγωνιοῦ τῶν ἀτίθασων ὑποζυγίων μέ χαλκά ἤ σχοινί. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής . . . Περισσότερα

χαλέπεδο (το) και χαλεπέδι

ερειπωμένο κτίσμα. “αφήσανε το σπίτι τους κι έγινε χαλέπεδο”. Συνήθως αυτά τα χαλέπεδα γίνονταν τόποι αφοδεύσεως των περιοίκων. Η λέξη είναι σύνθετη από την αλβανική χαλές = αποχωρητήριο, και το ελληνικότατο πέδον, όπως γήπεδο, επίπεδο κ.λπ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χαλέπεδο /τὸ/ (χαλεπός, χαλέπτω, ἄλη-πεδίον, ἁλίπεδον;) . . . Περισσότερα

χαλιάς (ο)

τόπος γιομάτος χαλίκια, έδαφος καλλιεργήσιμο μεν, αλλά χαλικιερό. Τοπωνύμιο: Χαλικιερό. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χαλιᾶς /ὁ/ (χάλιξ) = ἔδαφος πλῆρες μικρῶν λίθων, σκιρρώδης ἐδαφικὴ περιοχή. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Χαλιᾶς = μέρος καλυμένο ἀπό φυσικά χαλίκια. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

χαλίπωμα (το)

ο χρόνος από τη δύση του ήλιου ως το σούρουπο, χαλιπώνει, εχαλίπωσε. (βλ. σ΄νέμπασμα). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χαλίπωμα /τὸ/ (χαλεπός, χαλέπτω) = τὸ λυκόφως, τὸ σούρουπο. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης χαλίπωμα  σούρουπο: ὅπου καί τό τέλος τῆς ἐργάσιμης ἡμέρας, (ΑΡΧ. χαλεπός, χαλέπτω). Λεξικό Ιδιωματικών . . . Περισσότερα

χάπατο (το)

χαμένος, μπαίγνιο, ηλίθιος. “Είσαι χάπατο” – “Ναι, μωρέ χάπατο, που σε κοροϊδέψανε …”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χάπατο (χαίνω, Τ. χὰπ) = εὐήθης, ἠλίθιος, μικρόνους. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Χάπατο = χαμένο, κουτό, ἀνόητο, χάει ρέ χάπατο (χάει ρέ χαμένε, ἀνόητε). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας . . . Περισσότερα

χαραμάδα ή χαραματίδα (η)

η χαραματιά, η σχισμή σε τοίχο ή στέγη κ.λπ Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χαραμάδα = σχισμή, ὁ ἥλιος μπαίνει ἀπό τήν χαραμάδα τῆς πόρτας (ὁ ἥλιος μπαίνει ἀπό τήν σχισμή τῆς πόρτας). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

χαραμπουλίζω

κάνω παιδιάρικα αστεία, ξεφωνίζω Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χαραμπ(ου)λίζω (χαρὰ-βαλίζω) = χορεύω ἢ θορυβῶ ἐξ εὐθυμίας. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Χαραμπουλίζω = εὔθυμα συνεχόμενα ἀστεῖα ξεφωνητά, αὐτός χαραμπουλίζει (αὐτός παιδιαρίζει), αὐτός ἐκβάλει χαρούμενα ξεφωνητά. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

χαρδαλούπας (ο)

ο λαίμαργος, αλλά και πολυλογάς Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χαρδαλούπας /ὁ/ (χόρδευμα-λοπὰς) = λαίμαργος, ἀδηφάγος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Χαρδαλούπας = λαίμαργος καί φλύαρος. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

χαρινέτο

Χαρινέτο = χαρούμενη γυναικεία ἔκφραση σέ ὄμορφο καί χαρούμενο παιδί, ἔχει τήν ἔννοια (κεχαριτωμένο μου).

χερουλάδι

Χερουλάδι = ἤ χερολάβι, ἡ χερολαβή τοῦ ἀρότρου. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής Χερουλάδι § ἡ λαβὴ τοῦ ἀρότρου, ἣν οἱ Κρῆτες ὄχερην λέγ. (Φιλίστ. Δ΄. 509). Σημ. Παρὰ τοῖς ἀρχ. ἐλέγ. χειρολάβη καὶ χειρολαβίς. Ὁ Βυζ. παρ. αὐτήν. Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου βλ. και χερουλάτης (ο) ή χερολάβι . . . Περισσότερα

χλώρη (η) και χλώρα

ποικιλία επιτραπέζιου σταφυλιού λευκού Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χλώρα /ἡ/ (χλωρὸς) = ποικιλία λευκῆς ἐγχωρίου σταφυλῆς μὲ πρασινίζουσαν ἀπόχρωσιν. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Χλώρα καί φλώρα = λευκό ἐπιτραπέζιο σταφύλι (ποικιλία σταφυλιοῦ). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

χολάτο (το)

τρυφερό βλαστάρι, εύρωστη καταπράσινη σπορά. “Χολάτα λάχανα” ΒΑΛ. Φωτεινός, Α΄:”Και τώρα που προβαίνει / σγουρό, χολάτο από τη γη”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χολᾶτος -η -ο (χολὴ) = βαθυπράσινος, εὔβλαστος (ἐπὶ χόρτων καὶ φυτῶν). Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Χολάτος = εὔρωστος βλαστός, χολάτο σπαράγγι (τρυφερό . . . Περισσότερα

χούρχα (το)

ξερόφυλλα για προσάναμμα φωτιάς Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χοῦρχρα = κλαδάκια, ἤ φύλλα ξερά πού ἀποτελοῦν σκουπίδια καί τά χρησιμοποιοῦν γιά προσάναμμα τῆς φωτιᾶς. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Χριστίνα (η)

το βολβοειδές φυτό υάκινθος, κοινώς ζουμπούλι. Λέγεται Χριστίνα γιατί ανθίζει τα Χριστούγεννα. Τα άνθη της είναι ποκιλόχρωμα και έχουν μορφή τσαμπιού. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χριστίνα = ζουμπούλι, ὀνομάζεται ἔτσι γιατί ἀνθίζει τά Χριστούγεννα (ὑάκινθος). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

χύνομαι

Χύνομαι (χέω) = ἐκχύνομαι, ὁρμῶ ἀκάθεκτος. (β. λ. χυμάω, χουμάω). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Χύνω καί χύνομαι = ἐξορμῶ ἀκάθεκτος, ρίχνομαι ἐναντίον κάποιου. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

χύστο

Χύστο /τὸ/ (κύσθος) = τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Χύστο = αἰδοῖο, λέγεται ἔτσι γιά νά ἀποφευχθεῖ ἡ ἄσεμνη ὀνομασία. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής